Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΑΝΑΣΚΕΛΑ ΚΟΙΜΟΤΑΝ


Ο σκύλος κοιμόταν ανάσκελα. 
Ανάσκελα κοιμόταν καθώς εγώ έμπαινα μέσα στο σπίτι.
Στο άδειο ετούτο σπίτι ο σκύλος κοιμόταν ανάσκελα.
Και καθώς έμπαινα, σήκωσε το κεφάλι του.
Έκανα δύο βήματα προς το μέρος του και έγυρε ξανά πίσω το λαιμό του και συνέχιζε να αράζει.
Έλειπα όλη μέρα, δεν έλειψε κανένας σε κανένα.
Σκατά, είπα.
Του έβαλα να φάει.
Μετά τον έβγαλα να κατουρήσει.
Έριξε και ένα καλό χέσιμο.
Στη συνέχεια τον έβαλα ξανά στο σπίτι.
Και πήγε και άραξε ανάσκελα στον καναπέ.
Σε ετούτο το σπίτι που πριν ήταν άδειο από εμένα.

Το σκέφτηκα για λίγο και μετά,
σέρβιρα το δείπνο μου,
έριξα ένα κατούρημα στη λεκάνη,
και μια αβίαστη αφόδευση,
κύλισε από μέσα μου σαν ουρλιαχτό σε σκοτάδι ερημιάς.

Πήγα και κάθισα στον καναπέ,
άνοιξα την τηλεόραση,
ο σκύλος κοιτούσε και αυτός την οθόνη.
Μετά από λίγο μας πήρε ο ύπνος,
σάλια τρέχανε πάνω μας,
ο καναπές ένα μάτσο χάλια,
τα μαξιλάρια εδώ και κει.

Σηκώθηκα και συμμάζεψα λιγάκι.
Μετά ο σκύλος ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στο τεντωμένο ριχτάρι.
Ενώ εγώ πήγα στο κρεβάτι.

Μερικές φορές σαν και τούτες,
αναρωτιόμουν:
Πως καταφέραμε τόσα πολλά; 
Ενώ οι σκύλοι έμεναν στα ίδια;


Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Η ΑΓΑΠΗ ΠΕΤΑΞΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ


Οι κόρνες των αυτοκινήτων έσβηναν βραχνιασμένα καθώς απομακρυνόμουν από τον αυτοκινητόδρομο. Το αμάξι μου ήταν ακινητοποιημένό στην μεσαία λωρίδα με το καπό του στραπατσαρισμένο και το ψυγείο σπασμένο στα δύο. Έτρεξα γρήγορα έως εδώ, πήδηξα τα κιγκλιδώματα τα εθνικής και βρέθηκα μέσα στο δάσος που με ρουφούσε συνεχώς μέσα στη νύχτα του, και έτρεχε και έσκιζα τα ρούχα μου στις κλάρες και δεν ήξερα που πήγαινα παρά μόνο αισθανόμουν καλύτερα όσο προχωρούσα γιατί οι κόρνες ξεμάκραιναν και το πρόβλημα που είχα δημιουργήσει σιγά σιγά έμοιαζε να μην είναι δικό μου αλλά εκείνων που στεκόντουσαν στην ουρά του μποτιλιαρίσματος.
Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος στο δρόμο, λίγα μέτρα μπροστά από το σπασμένο μου αμάξι. Τα υγρά του ψυγείου κυλούσαν προς το μέρος του και παρέσερναν το αίμα που κυλούσε λίγο από το στόμα του καθώς στο πλάι ριγμένο ήταν και πολύ από το στέρνο του που στα δύο είχε χωριστεί από τη σύγκρουση. Όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πράγματα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να τα αξιολογήσω σωστά. Στεκόμουν εκεί και την είδα να βγαίνει από εκεί, να μπαίνουν στο αμάξι της, γελώντας και μετά όλα άρχισαν να εξαφανίζονται σα σπασμένα πίξελς μπροστά μου. Περίμενα λίγο να απομακρυνθούν και έβαλα μπροστά, τους ακολούθησα για να μάθω, τους ακολούθησα γιατί δεν είχα κάτι καλύτερο από αυτό, τους ακολούθησα γιατί ήμουν τρελός για εκείνη και μόλις την είχα δει να βγαίνει γελώντας από το σπίτι και εκείνος να την ακολουθεί ξοπίσω.
Μετά ήταν μια πορεία στην εθνική. Ήταν νύχτα βαθιά, τόσο πολύ βαθιά που το δίχως άλλο σε λίγο ο δρόμος θα έπαιρνε την ζωή και πάλι στην άσφαλτο του. Έβρεχε, ή έτσι τουλάχιστον το φανταζόμουν γιατί προσπαθώντας να διώξω μακριά τη νευρικότητα, πατούσα κάθε είδους κουμπάκι στο αμάξι και ένα από αυτά ήταν οι λειτουργία των υαλοκαθαριστήρων οι οποίοι πηγαινοέρχονταν πέρα και δώθε, παράγωντας έναν μάλλον στριγκό ήχο.
Είχαν περάσει αρκετά χιλιόμετρα και εκείνοι ήταν μπροστά μου ή εγώ επέμενα να βρίσκομαι ξοπίσω τους. Την είχα γνωρίσει τον περασμένο χρόνο και την ερωτεύτηκα σχεδόν αμέσως. Την ερωτεύτηκα όπως οι έφηβοι ερωτεύονται με εκείνο τον ακαριαίο τρόπο τους με μόνη διαφορά πως εγώ απλά γνώριζα λίγα παραπάνω. Εκείνη ήταν η αγάπη που αναλογούσε για την υπόλοιπη ζωή μου. Ή μάλλον, για να το θέσω καλύτερα, ήταν η γυναίκα που με έκανε να είμαι ο εαυτός μου, χωρίς να με ανυψώνει σε βάθρα που δε μου αναλογούσαν αλλά ούτε να με ρίχνει σε βάραθρα που ποτέ δεν είχα στο νου μου να βρεθώ. Όποτε είμασταν μαζί ο χρόνος έκανε τα τικ και τακ του με τον μετρονόμο απέναντι μας σωστό κριτή του χρόνου και η μελωδία κυλούσε και μας στροβίλιζε στα σεντόνια της και έρωτας γλυκύτερος από αυτόν δεν υπήρξε ποτέ γιατί στα σίγουρα σας λέω εγώ τον είχα αγγίξει πρώτος κρύβοντας τον να μη τον κλέψει κανένας άλλος που πιθανώς αναζητούσε παρόμοιες συγκινήσεις.
Όλα καλά υπήρξαν έως αυτή τη νύχτα που την είδα να βγαίνει από το σπίτι εκείνο και να μπαίνει στο αμάξι της με τον άντρα που τώρα ξαπλωμένος είναι μπροστά από το σπασμένο μου αμάξι. Σε μια μόλις στιγμή είδα την πόρτα να ανοίγει και μετά μια φιγούρα να πετά, να πετά, να πετά, να ξεμακραίνει για λίγο ψηλά και μετά να προσγειώνεται πάνω στο αμάξι που οδηγούσα. Και για λίγο μόνο, για μόλις λίγο, αισθάνθηκα πως ο κόσμος αυτός ήταν κομμένος και ραμμένος στα δικά μου μέτρα. Μόλις όμως το αμάξι στρίγγλισε από την σύγκρουση με εκείνο το κακοφορμισμένο, τώρα πλέον, πτώμα, τα πράγματα άλλαξαν ξαφνικά. Η αγάπη μου συνέχισε να οδηγεί και εγώ έμεινα ακινητοποιημένος με τον εραστή της χωρισμένο στα δύο μπροστά μου και καθώς τρομαγμένος έτρεχα μέσα στα σωθικά ενός άγνωστου δάσους, αναρωτήθηκα αν έτρεχα τρελαμένος από την χαρά ή απεγνωσμένα μόνο για να σωθώ από τον ρόλο του μοναδικού υπόπτου.
Τώρα, δύο χρόνια μετά, κλεισμένος σε ένα κελί είμαι πλέον σίγουρος πως έπρεπε να είχα δράσει γρηγορότερα. Καθώς τους έβλεπα να βγαίνουν από το σπίτι και να μπαίνουν στο αμάξι της. Τότε έπρεπε να είχα βγει και να πω ότι σχεδόν έχω πει σε εσάς. Εκείνη δεν ήρθε ποτέ να με επισκεφτεί στη φυλακή και εκείνος ήταν αρκετά μακαρίτης για να μπορεί να διεκδικήσει το οτιδήποτε. Δεν της κρατάω κακία. Για εκείνη ήμουν ακόμα ένας τύπος που έτρεξε μέσα στο δάσος να κρυφτεί. Ίσως υπήρξα περισσότερο τυχερός από τον εραστή της αλλά η ζωή στη φυλακή επιφυλάσσει ένα σωρό εκπλήξεις για να μπορώ με σιγουριά να πω κάτι τέτοιο.
Το μόνο που πλέον μου δίνει δύναμη είναι η σκέψη  πως αν μπορούσα να ξεπαστρέψω με το ρύγχος του αυτοκινήτου μου όλους τους εραστές που θα είχε μετά από μένα τότε ίσως βρισκόμουν ένα βήμα πιο μπροστά από την απόλυτη αγάπη. Ίσως όμως πάλι, αυτή η στιγμή να ήταν μια πραγματικά άβολη στιγμή.