Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΛΟΞΟΚΟΙΤΩΝΤΑΣ


«Πως είσαι σήμερα δικέ μου;»

Ήταν ένα στόμα που με ρώταγε. Ένα σκέτο στόμα εννοώ. Ήμουν στο νοσοκομείο, στο έτος 5.000 μ.Χ., στην πτέρυγα τον μεταμοσχεύσεων.

Ήμουν μόνο ένα μάτι και καθότι δεν μπορούσα να πω κάτι, του ανοιγόκλεισα τις βλεφαρίδες μου.

Δίπλα μου υπήρχε ένα παχύ έντερο και μια καρδιά που κοπανούσε όλη την ώρα σα ντράμερ στα τελευταία δευτερόλεπτα ενός rockabilly τραγουδιού. Είμασταν όλα μας μέσα σε ομοιομεγέθεις γυάλες, με ανοξείδωτα πώματα και διάφορα σωληνάκια υπήρχαν εκεί. Κάποια μας χορηγούσαν πολύτιμα συστατικά για να μείνουμε τροφαντά και υγιή ενώ κάποια άλλα σωληνάκια μετρούσαν διάφορες παραμέτρους της ύπαρξης μας.

Δεν ένοιωθα καλά με αυτή την ιστορία, ήταν αλήθεια. Όλα τα υπόλοιπα όργανα μέσα στις γυάλες έμοιαζε πως δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό, εγώ όμως μέρα τη μέρα άντεχα όλο και λιγότερο να κοιτάζω αυτό το εκθετήριο με τα ανθρώπινα μέλη. Είμασταν κάτι σα μοντέρνο pet shop. Από όλα τα μέλη, μόνο εγώ και λίγα μάτια ακόμα, βλέπαμε τους ασθενείς να μπαίνουν στην αίθουσα, να δείχνουν πότε το μία και πότε την άλλη γυάλα και μετά από λίγο αυτή η γυάλα έμενε κενή. Ήταν άσχημο πράγμα να βλέπεις αυτή την εικόνα, εννοώ πως στην αρχή προσπαθούσα να κάνω φίλους, να μάθω πως νιώθουν, να προσπαθώ να προσεγγίσω το κάθε ένα μέλος ξεχωριστά. Ήταν όμως εκείνη η αίσθηση, όταν η γυάλα έμενε κενή, που με άφηνε με ένα κενό στο τέλος της ιστορίας.

Αν με ρωτάτε αν έχω πρόβλημα με τον εαυτό μου τότε θα σας πω πως δεν έχω κανένα. Εντάξει… το ξέρω… δεν είμαι και το πιο όμορφο μάτι σε γυάλα εκεί πέρα αλλά έχω συμβιβαστεί με τον εαυτό μου. Παλιότερα σκεφτόμουν πολύ έντονα το πώς θα ήταν η ζωή αν με επέλεγε κάποιος ασθενής. Πως θα ήταν να βλέπω τον κόσμο έξω από αυτή την αίθουσα στριφογυρίζοντας στη κόγχη ενός ματιού σε ανθρώπινο κρανίο. Μετά όμως αξιολόγησα διαφορετικά τα πράγματα. Κυρίως ύστερα από διάφορες ενδελεχείς εκμυστηρεύσεις που είχα από άλλα μάτια που κατέφθαναν στο θάλαμο, έμπαιναν σε γυάλες και στον αμφιβληστροειδή τους μπορούσα να διακρίνω τον τρόμο από πράγματα που είχαν βιώσει. Συμβιβάστηκα; Πείτε το και έτσι. Εγώ νιώθω μια χαρά τώρα, κυρίως όσο δε με επιλέγει κανείς. Το παχύ έντερο επίσης μου έχει πει κάτι ανάλογο. Η εργασία του μέσα σε ένα ανθρώπινο σώμα ήταν τελείως άχαρη. Πώς να το πει κανείς; Ήταν μια βρώμικη δουλειά και μια μέρα το παχύ έντερο, που έχω στη δίπλα γυάλα, μου τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα. Ίσως όχι με λέξεις ακριβώς αλλά με ήχους που εγώ τους κατανόησα γιατί εκεί μέσα παρότι δε μιλάμε την ίδια γλώσσα, έχουμε μάθει να καταλαβαίνουμε το ένα, το άλλο.

«Άκουσα πως ήρθε άλλο ένα ζευγάρι από χείλια, σήμερα στον θάλαμο. Μπορείς να μου πεις σε ποια γυάλα είναι;» πρόφεραν τα χείλια, διακόπτοντας τον ειρμό της σκέψης μου.

«Πέντε γυάλες στα αριστερά σου» του είπα και γύρισα στην γυάλα που με είχε ρωτήσει.

Είδα τα χείλια να φουντώνουν και να τινάζονται μπροστά. «Γειά σου κορίτσαρε» φώναξαν.

Το παχύ έντερο έβγαλε τρείς μπουρμπουλήθρες μέσα στη γυάλα του, η καρδιά έκανε κάτι έκτακτους παλμούς, και ένα ανδρικό μόριο τεντώθηκε.  

«Μάλλον έμπαινε η άνοιξη» σκέφτηκα και έκλεισα το βλέφαρο μου γιατί η γύρη από τα πεύκα ήταν ένα μάτσο χάλια.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΠΑΡ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΑΙΖΕ ΚΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Και κάπως έτσι πέρασε ένας μήνας. Περιφερόμουν άπραγος μέσα στο σπίτι, μη κάνοντας τίποτε. Κοιτούσα τη σκόνη να αιωρείται λαμπυρίζοντας ανάμεσα από το λιγοστό φως που ξετρύπωνε μέσα από τις γρίλιες του παντζουριού. Την παρατηρούσα να στρώνεται πάνω στα έπιπλα, στο πάτωμα, πάνω μου και δεν έκανα το παραμικρό γι’ αυτό. Ο καναπές πάνω στον οποίο είχα οχυρωθεί όλες αυτές τις ημέρες περιστοιχίζονταν από άδεια κουτάκια μπύρας. Αυτό ήταν η μοναδική ασχολία μου, να σηκώνομαι να φέρω ένα κουτάκι από το ψυγείο, να το ανοίγω, να πίνω και μετά να το ακουμπάω στο πάτωμα. Μερικές φορές, καθώς σηκωνόμουν, τύχαινε να πατήσω κάποιο κουτάκι, πακτώνοντας το μέσα στο χαλάκι και αφήνοντας εκεί να χάσκει με το χαλασμένο του περίγραμμα. Ήμουν ναυαγός, ο καναπές το νησί μου, και τα τενεκεδένια κουτάκια μπύρας παιάνιζαν τον φλοίσβο τους στην ακρογιαλιά της απομόνωσης μου.

 Όλο αυτό το διάστημα δεν είχα βγει από το σπίτι και κανένας δεν με είχε επισκεφτεί. Οι λογαριασμοί είχαν γεμίσει το γραμματοκιβώτιο, ο Ιούλιος έσταζε ιδρώτα, εγώ ήμουν ταμπουρωμένος στον καναπέ και η γάτα που κάποτε φρόντιζα θα πρέπει τώρα να ξεψάχνιζε τους σκουπιδοτενεκέδες. Προφανώς πρέπει να είχα κάτι το οποίο έχρηζε παρακολούθησης. Κάτι σα κατάθλιψη ή μια πολύ πιο σοβαρή ψυχική ασθένεια που θα με μετέτρεπε σε δολοφόνο κάποια στιγμή. Παραμόνευα εκείνη τη στιγμή, την περίμενα να έρθει. Έχανα τα λογικά μου, τη διάθεση μου για ζωή. Ίσως έπρεπε να έχω πάει εδώ και καιρό σε κάποιον ειδικό, να μου δώσει χαπάκια, να μου βρει γυναίκα, να σταματήσει τον πόλεμο μέσα μου, να μου καθαρίζει το σπίτι, να κάνει τη σκόνη να μην αιωρείται σκεπάζοντας τις ώρες μου. Η εικόνα όμως δε μου ταίριαζε. Το μόνο καλό που ίσως προέκυπτε από τις ατέρμονες συνεδρίες με ειδικούς είναι πως τους περισσότερους θα τους διασκέδαζα με αυτά που είχα να τους πω. 

Τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά έως πριν λίγο καιρό. Η ηλικία μου μου επέτρεπε να αισθάνομαι πως έχω κερδίσει κάποιους πόντους σοφίας και να γλιτώνω ή να ξεπερνώ διάφορα. Η αίσθηση πως πλέον οι άνθρωποι λέγανε τόσα πολλά, δίχως στην ουσία να λένε κάτι γινόταν όλο και εντονότερη. Κάθε μέρα που περνούσε, με έκανε να αισθάνομαι όλο και πιο σοφός, πιο επιλεκτικός, πιο κοντά στο κέντρο ενός στόχου. Τα πράγματα λοιπόν πήγαιναν περίφημα έως ότου έρθει εκείνη η στιγμή που συνειδητοποίησα πως και εγώ δεν είχα τίποτα να πω. Είχα γίνει σαν και εκείνους που απέφευγα να συγχρωτιστώ, με τη μόνη διαφορά πως εγώ δεν μιλούσα τόσο πολύ για το τίποτα. Η ιδέα αυτή με καθήλωσε. Όχι απόλυτα ξαφνικά αλλά αργά και μεθοδικά. Σαν ένα σχοινί που τυλιγόταν γύρω από το σώμα μου, επιτρέποντας μου ολοένα και λιγότερες κινήσεις την κάθε ημέρα που διαδέχονταν την προηγούμενη της. Έως ότου…έως ότου βρεθώ στο εδώ και στο τώρα.

Σήμερα ήταν η μέρα που αποφάσισα να κάνω κάτι γι’ αυτό. Δε γινόταν να περάσω έτσι το υπόλοιπο της ζωής μου! Στον τοίχο απέναντι μου υπήρχε ένα ρολόι που δε μετρούσε τον χρόνο αλλά την επιτάχυνση του. Οι ώρες και οι στιγμές πλέον περνούσαν απίστευτα γρήγορα. Έπρεπε να κουνήσω τον κώλο μου και να βγω έξω. Μου έδωσα μια τελευταία προθεσμία. Μόλις ο κοντόχοντρος δείκτης πήγαινε στις 12 ακριβώς θα σηκωνόμουν από τον καναπέ, θα έκανα ένα ντουζ, θα ντυνόμουν και θα έβγαινα έξω, μέσα στη μαύρη νύχτα.

Αυτή τη φορά κράτησα την υπόσχεση μου και όλα όσο είχα υποσχεθεί τα έκανα πράξη. Σηκώθηκα, τεντώθηκα, μπήκα στο ντουζ, άφησα το νερό να με εξαγνίσει, φόρεσα ένα τζιν και ένα μαύρο μακό μπλουζάκι και βγήκα έξω. Ο κόσμος φαινόταν να παραμένει ίδιος αλλά με ένα τρόπο που έμοιαζε να έχω ξεχάσει. Περπατούσα στο πεζοδρόμιο και έβλεπα κόσμο να μπαινοβγαίνει σε καφετέριες, σε εστιατόρια και μπαράκια. Οι περισσότεροι μιλούσαν τόσο πολύ για άγνωστη ακόμα και στους ίδιους αιτία. Θεέ μου αυτό έμοιαζε πως δε θα άλλαζε ποτέ! Περπάτησα για αρκετή ώρα, σε μια προσπάθεια να ξεπιαστώ από την ξάπλα, και προσπαθούσα να συνηθίσω με την ιδέα πως είχα πάρει απόφαση να βγω από την κρυψώνα μου. 

Μόλις το περπάτημα έγινε αρκετό για τα πόδια μου, χώθηκα στο πρώτο μπαράκι που ήταν του γούστου μου. Χαμηλά φώτα, λίγος κόσμος και μια κενή θέση στη μπάρα. Κάθισα στο σκαμπό και μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που περιστρεφόταν τόσο τέλεια κυκλικά. Σχεδόν μόνο με τη σκέψη μου. Έκανα ένα νόημα στον τύπο που καθόταν πίσω από την μπάρα και παρήγγειλα ένα ουίσκι σκέτο. Εκείνη τη στιγμή χρειαζόμουν πολύ απλά πράγματα και δεν ήθελα να το διακινδυνέψω με κάποιο κοκτέιλ, ούτε καν με ουίσκι με προσθήκη πάγου. Το καλό που είχα να κάνω είναι να το πάω σιγά σιγά.

Το ποτό μου ήρθε, τράβηξα μια γουλιά και ακούμπησα απαλά το ποτήρι στο ξύλο της μπάρας. Στη συνέχεια έφερα μια στροφή και βρέθηκα με την πλάτη στο μπάρ, παρατηρώντας τον λιγοστό κόσμο που υπήρχε εκεί μέσα. Κάποια ζευγάρια χόρευαν, κάποιες παρέες μιλούσαν πάνω στα τραπέζια τους, κάποιοι καθόντουσαν και κοιτούσαν, κάποιοι απλά άκουγαν τη μουσική και σκέφτονταν τα δικά τους. Ήταν μια καλή εικόνα και μου άρεσε ο τρόπος που το σκαμπό μου γύριζε τόσο απαλά ωραία και στρωτά σε κάθε πρόσταγμα της μέσης μου. Το σκαμπό ήξερε. Και εγώ ακούγοντας το, έφερνα γύρες πάνω του. Τη μια φορά ρουφούσα το ποτό μου και μετά, τσουπ, έκανα μια στροφή και κοιτούσα τον κόσμο εκεί μέσα.

Ήταν τότε που περίμενα το δεύτερο ποτό που είχα παραγγείλει που εκείνη η ωραία κυρία ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Στην αρχή ένιωσα άβολα, σχεδόν υποχρεωμένος να της ανοίξω κουβέντα αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ, γιατί ήταν η κυρία εκείνη που με ρώτησε πρώτη:

«Καλά είναι εδώ, ε;»

Έφερα μια γύρα το σκαμπό μου για να βρεθώ στην ίδια οπτική πλευρά και της απάντησα πως ήταν καλά εδώ. 

«Ναι, είναι καλά εδώ», είχα πει χαρακτηριστικά.

«Έρχεσαι συχνά εδώ; Δε σε έχω ξαναδεί» ρώτησε καθώς με ένα νεύμα του χεριού της έδωσε στον μπάρμαν να καταλάβει το τι ποτό ήθελε να πιεί.

Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε αυτό το μαγαζί και έτσι της είπα:

«Έχω έρθει κάμποσες φορές, ούτε εγώ σε έχω ξαναδεί». Μια τέτοια απάντηση είχε σαφές πλεονέκτημα: Θα την έκανε να αναρωτιέται πως έγινε και είχε περάσει απαρατήρητη και κυρίως πως δεν ήμουν και κανένας λιγούρης. Ήμουν αρνητικός με τους ανθρώπους, ήταν αλήθεια, δε τους είχα εμπιστοσύνη. Έπρεπε να τους αφήσεις να σε καταστρέψουν ή να σε αγαπήσουν για να καταλάβεις τι πραγματικά τρέχει με δαύτους, αλλά αυτό συνήθως έπαιρνε αρκετό καιρό και εγώ πλέον είχα πολύ λίγη υπομονή και ακόμη λιγότερο χρόνο για χάσιμο. Κάπως έτσι, είχα μάθει να παίρνω τις προφυλάξεις μου.

Ρούφηξα μια γουλιά από το ποτό μου, κοιτάζοντας τον μπάρμαν να φέρνει το δικό της, και μετά γύρισα το σκαμπό μου μια μισή στροφή για να κοιτάξω τον κόσμο που υπήρχε εκεί.

«Ωραίο αυτό το τραγούδι!» είπε αφήνοντας μια μελαγχολική νότα να βγει μέσα από τα ρουθούνια της. Έπαιζε ένα τραγούδι που δεν ήταν του γούστου μου. 

«Καλό είναι» της απάντησα.

Ήθελα να πιω ήρεμα και ωραία το ποτό μου. Βέβαια η αλήθεια ήταν πως γυναίκα είχα να δω εδώ και καιρό. Ίσως, βαθιά μέσα μου, γνώριζα πως ό,τι και να έλεγα, ό,τι και να έκανα, δεν θα είχα πολλές ελπίδες. Η τύπισσα πρέπει να ήταν επαγγελματίας του έρωτα ή πορτοφολού. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός, να παίρνω τις προφυλάξεις μου όπως είπα. Έπρεπε να κάνω ένα βήμα κάθε φορά, κυρίως μέσα σε αυτή την περίοδο που διένυε η δήθεν σοφία μου. Δεν ήταν καιρός για έρωτες ή ατυχείς περιπέτειες. Θα έπινα ήρεμα και ωραία το ποτό μου και θα έφευγα από εκεί μέσα. Αυτό μόνο, τίποτε άλλο.

«Δε είσαι και ο πιο ομιλητικός τύπος που έχω γνωρίσει, ούτε καν στο μέσο όρο» μου είπε και άφησε να της ξεφύγει ένα γελάκι. Σήκωσε το ποτό της και ήπιε. Έμοιαζε να μη χολοσκά ιδιαίτερα που δεν της έδινα σημασία. «Δεν πειράζει, αν θέλεις να πεις κάτι τότε εδώ θα είμαι, θα κάθομαι δίπλα σου και θα ακούω όπως και εσύ μουσική βλέποντας τον κόσμο» πρόσθεσε και γύρισε και εκείνη το σκαμπό της με πλάτη προς την μπάρα.

Τώρα καθόμασταν και οι δύο και κοιτούσαμε πέρα. Που και που γυρίζαμε, τραβούσαμε μια γουλιά και μετά ξανά περιστροφή. Εμένα μου άρεσε να κάνω μια πλήρη περιστροφή με το σκαμπό, ενώ εκείνη προτιμούσε τα ημικύκλια. Έπρεπε να το παραδεχτώ, η κυρία είχε αρχίσει να μου εξάπτει την περιέργεια. Καθόμουν στα δεξιά της και μόλις εκείνη έστρεφε προς τα αριστερά το σκαμπό τότε εγώ ολοκλήρωνα τη δική μου αριστερόστροφη περιστροφή, κοιτάζοντας λαίμαργα την πλάτη, τα μαλλιά της, τον τρόπο που οι γλουτοί της είχαν ακουμπήσει πάνω στο σκληρό, ξύλινο σκαμπό. Μόλις βρισκόμασταν ξανά στην ευθεία, πάνω στην μπάρα, αποτραβούσα το βλέμμα μου και κοιτούσα το ποτό μου. Μόλις το ποτά τελείωναν, παραγγέλναμε νέα, μόλις πίναμε μια γουλιά, στριφογυρνούσαμε, μόλις άλλαζε η μουσική στριφογυρνούσαμε, μόλις εκείνη στριφογυρνούσε στο σκαμπό, γύρναγα και εγώ μαζί της. Δεν είχαμε ανταλλάξει την παραμικρή κουβέντα για ώρα αλλά ο τρόπος και ο συγχρονισμός που γυρνάγαμε στα σκαμπό ισοδυναμούσε με το να χορεύουμε μάγουλο με μάγουλο.

Κάποια στιγμή το κινητό της φωτίστηκε. Ένα μήνυμα είχε καταφτάσει. Την κοίταζα να πληκτρολογεί την απάντηση. Είχε όμορφα δάκτυλα. Άβαφα νύχια σχεδόν κοντά, λεπτά δάκτυλα, μακριά, φιδίσια. Δεκατέσσερις κλειδώσεις σε κάθε της παλάμη και όλες μαζί μια άρτια χορογραφία δακτυλογράφησης σε κινητό. Εικοσιοκτώ χορευτές μπροστά στα μάτια μου. Τι όμορφη που άρχισε να μοιάζει! Έβαλε το κινητό στην τσάντα της, φώναξε με τα μάτια της τον μπάρμαν και ζήτησε τον λογαριασμό. Του έδωσε τα χρήματα και περίμενε τα ρέστα. 

«Θα πάω σε ένα μπαράκι να βρω κάτι φίλους. Αν θέλεις να μιλήσεις, τότε η προσφορά μου ισχύει. Μπορώ να σου πω το σημείο να έρθεις να με βρεις ή να φύγουμε τώρα μαζί» μου είπε και είχε σηκωθεί όρθια, περνώντας τα λουράκια της τσάντας της στον ώμο. Παρατήρησα τα λουράκια έτσι όπως είχαν περικυκλώσει τη κλείδωση του βραχίονα της και πρόσεξα την κλείδα που οδηγούσε στο λαιμό της καθώς εκείνος ανέβαινε ψηλά και οδηγούσε στο όμορφο πρόσωπο της που είχε δυο ολοστρόγγυλα καστανά μάτια τα οποία έψαχναν κάποιου είδους απάντηση από εμένα.

Έκανα μια κίνηση να σηκωθώ, να πάω μαζί της. Δεν μπορούσα όμως. Κάτι έμοιαζε να με κρατά στάσιμο σαν πριν που δεν ήθελα να ξεπορτίσω από το σπίτι μου. Ένοιωσα ακριβώς το ίδιο πράγμα όπως τότε που ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Ένα σχοινί να με τυλίγει μέρα με τη μέρα, περιορίζοντας τις κινήσεις μου, κάθε φορά και λίγο περισσότερο. Αυτή τη φορά όμως αυτό το ΚΑΤΙ δεν ήταν γέννημα της δικής μου ανασφάλειας αλλά ήταν κάτι υπαρκτό, αντικειμενικό και πέρα για πέρα μαλακισμένο και στατιστικά ακατόρθωτο. 

Το ένα κορδόνι από το παπούτσι μου είχε λυθεί και είχε κατορθώσει να τυλιχτεί γύρω από το σκαμπό, όση ώρα εγώ έφερνα σβούρες πάνω του. Δεν μπορούσα να κινήσω ούτε στο ελάχιστο το ένα μου πόδι. Η γυναίκα έστεκε εκεί, με τη φορεμένη στον ώμο της τσάντα, και εγώ καταλαβαίνοντας πως δεν μπορούσα να μετακινηθώ της είπα:

«Νομίζω πως θα κάτσω λίγο ακόμα εδώ»

Την είδα να ξεμακραίνει, να ανοίγει την πόρτα και να χάνεται. Συνέχισα να πίνω, να ακούω τη μουσική, να κοιτάζω τον κόσμο. Σταμάτησα να φέρνω σβούρες στο σκαμπό και μόλις ο κόσμος είχε αραιώσει, έβγαλα τον αναπτήρα μου και καψάλισα το κορδόνι μου για να απελευθερώσω το πόδι μου από το σκαμπό. Χαιρέτησα τον μπάρμαν με ένα νεύμα και άνοιξα την πόρτα να βγω έξω. Εκεί έξω. Στον παράξενα φτιαγμένο αυτό κόσμο.

Γύρισα το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μου, μπήκα μέσα χωρίς να ανάψω τα φώτα και σκουντουφλώντας πάνω σε διάφορες προεξοχές έφτασα ως το κρεβάτι μου. Ξάπλωσα με τα ρούχα και άρχισα να γδύνομαι κάτω από το σεντόνι, πετώντας τα ρούχα στο πάτωμα. Θα κοιμόμουν όμορφα και αύριο θα ξημέρωνε μια ομορφότερη ημέρα. Θα ξυπνούσα και θα ήταν η μέρα που θα έκοβα αυτό το σκοινί που είχε πάρει να με τυλίγει μέρα με τη μέρα. Η ζωή ήταν απλούστερη από το οτιδήποτε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΚΑΡΕΚΛΑ ΠΟΥ ΤΡΙΖΕΙ


Έβαλα ένα ποτό, πήρα τον υπολογιστή και βγήκα στο μπαλκόνι. Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Βολεύτηκα σε μια καρέκλα, την οποία είχα καρφώσει, βιδώσει, κολλήσει πολλές φορές στον παρελθόν. Με είχε ρίξει κάτω τουλάχιστον πέντε φορές η ριμάδα αλλά δεν έλεγα να την σουτάρω κάπου, σε ένα μέρος που θα ήταν παράδεισος ή κόλαση για τις καρέκλες που άφηναν πλήρεις ημερών τον μάταιο τούτο κόσμο.
Ακούμπησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και τον άνοιξα, ρούφηξα μια γουλιά από το ποτό μου και χάζεψα την κίνηση στο δρόμο για όση ώρα θα έπαιρνε να φορτώσει. Η κίνηση ήταν ένα μάτσο χάλια. Εκεί πέρα υπήρχαν οδηγοί που προσπαθούσαν να φτάσουν κάπου ή να φύγουν από κάπου. Αρκετοί από αυτούς πατούσαν την κόρνα, της έδιναν να καταλάβει για τα καλά. Οι κόρνες τον αυτοκινήτων έδειχνε πως δεν χαλούσαν ποτέ, σε αντίθεση με την καρέκλα μου που εδώ και χρόνια την είχα με μηχανική υποστήριξη.
Κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή μου. Με κοίταξε και εκείνη, ήταν έτοιμη. Άνοιξα ένα αρχείο κειμένου και πληκτρολόγησα την ημερομηνία. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το ποτό μου. Ένοιωσα πως αυτή η νύχτα ήταν δική μου. Παντοτινά. Γνώριζα βέβαια πως καμιά νύχτα δε μπορούσε να γίνει ολότελα ούτε δική μου, ούτε κανενός. Οι νύχτες ερχόντουσαν και φεύγαν, γι’ αυτό και δεν ανήκαν ολότελα σε κανέναν. Οι νύχτες έμοιαζε να γνωρίζουν τα πράγματα και φρόντιζαν να ρυθμίζουν κατάλληλα τις ισορροπίες. Ρούφηξα μια μικρή γουλιά, τέντωσα τα δάκτυλα μου και τα τοποθέτησα πάνω στο πληκτρολόγιο για να ξεκινήσω μια ιστορία.
Έγραψα την πρώτη παράγραφο δίχως να έχω ιδέα που πρέπει να το πάω. Έτσι ήταν καλύτερα πάντα.  Ήταν όμως εκείνη ακριβώς η στιγμή που ένας γείτονας βγήκε στο μπαλκόνι του και άρχισε να μιλάει στο κινητό του για τη δουλειά. Μετά κάτι άρχισα να μυρίζω κάτι. Ένας άλλος γείτονας είχε μόλις ανάψει κάρβουνα στο κάτω μπαλκόνι. Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν είχαν ποτέ τέτοιου είδους εμπόδια. Γαμώτο! Οι μεγάλοι συγγραφείς δεν χρειαζόντουσαν τις κατάλληλες συνθήκες. Το γνώριζα. Αν υπήρχε κάτι να γραφτεί τότε αυτό γραφόταν. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Άναψα ένα τσιγάρο, διώχνοντας ταυτόχρονα ένα κουνούπι που είχε προσγειωθεί στο κούτελο μου. Η απότομη κίνηση που έκανα, είχε ως αποτέλεσμα να τρίξει η καρέκλα. Δε θα την άφηνα την κακούργα να πεθάνει. Βολευόμουν μια χαρά πάνω της. Ξανά και ξανά. Δε θα την άφηνα έτσι, έπρεπε όμως να είμαι κάπως προσεκτικός γιατί πλέον δεν μου ήταν και πολύ εύκολες οι πτώσεις, ακόμα και από μόλις πενήντα εκατοστά.
Το φως στη βεράντα ήταν ανοιχτό. Σηκώθηκα και το έκλεισα. Ξανακάθισα. Αποτελείωσα το ποτό μου κοιτάζοντας από την σκοτεινή μου βεράντα τα κόκκινα φώτα τον αυτοκινήτων να αναβοσβήνουν στα φανάρια. Οι κόρνες ανακατεύονταν με την κάπνα και τις επαγγελματικές βλέψεις του τύπου που πλέον σχεδόν ξεφώνιζε μέσα στη μικρή τρυπούλα του μικροφώνου του κινητού του τηλεφώνου. Η νύχτα έστεκε εκεί. Προφανώς μας παρατηρούσε και σκεφτόταν πολύ σοβαρά να ξημερώσει, να φύγει, να πάει άλλου. Δεν έφευγε όμως. Έστεκε εκεί, σαν όλους μας. Ο καθένας μας είχε μια διαφορετική ιστορία κατά νου και αυτό που μας έδενε ήταν πως στην ουσία κανένας μας δεν ήξερε τη συνέχεια της. Ακόμα και οι οδηγοί που παρότι γνώριζαν με ακρίβεια το σημείο του προορισμού τους, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί από εκεί και πέρα.
Σηκώθηκα, η καρέκλα έτριξε, ο γείτονας του κάτω ορόφου έριξε τις μπριζόλες στην ψησταριά. Θα έβαζα άλλο ένα ποτό. Θα έβγαινα ξανά έξω. Θα κοιτούσα τη νύχτα να μετρά αντίστροφα, τη νύχτα να λιγοστεύει την κίνηση στους δρόμους, τα κόκκινα φώτα στα πισινά των οχημάτων να αραιώνουν τις αποστάσεις τους, την κάπνα να εξαγνίζει την πείνα και το χόρτασμα να κλείνει τα παντζούρια. Θα άκουγα τον γείτονα να μένει από μπαταρία, να σιχτιρίζει και να κλείνει την μπαλκονόπορτα. Θα καθόμουν ξανά, ελπίζοντας να με άντεχε ξανά η καρέκλα. Θα κοιτούσα τον υπολογιστή και εκείνη τη μία και μοναδική παράγραφο να στέκει σε φόντο λευκό. Τόσο λευκό που δε γινόταν να μη κυριαρχήσει σε εκείνες τις λίγες λέξεις.
Τοποθέτησα τον κέρσορα στην αρχή της παραγράφου και πίεσα το DEL εως ότου μείνει ολόλευκη η οθόνη. Τώρα έμοιαζε σα να είχα φάει την ψημένη μου μπριζόλα, σα να είχα κανονίσει τις εκκρεμότητες της αυριανής ημέρας στη δουλειά, σα να είχα φτάσει στον προορισμό μου και είχα μόλις σβήσει τον κινητήρα. Τώρα όλα έμοιαζαν να βολεύονται στη σωστή τους θέση. Κατέβασα την οθόνη του υπολογιστή, κερδίζοντας λίγα τετραγωνικά εκατοστά θέας στη νύχτα.
Τώρα ήταν η σωστή στιγμή. Τώρα που όλα σώπαιναν, δεν μπορούσα να νιώσω λιγότερο τυχερός που σώπασα και εγώ. Που καμιά μούσα δεν ήρθε. Που τίποτε έμοιαζε να μη κλωτσάει την μπάλα προς το μέλλον.
Η νύχτα έστεκε εκεί και ήταν τόσο παράδοξα γλυκό να την παρατηρώ να πλαταίνει που για μια στιγμή ένοιωσα τόσο λαμπρά ωραία, σχεδόν όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
Η καρέκλα έτριξε και πάλι.
Κατέβασα το χέρι μου και χάιδεψα το φθαρμένο της σκαρί.
Καλά κρατούσαμε και οι δυο. Ο ένας στήριζε τον άλλο.