Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

ΤΙ ΟΜΟΡΦΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΛΕΣ ΜΕ ΝΟΤΕΣ!

Κοίταζα μια κενή σελίδα εδώ και ώρα. Είχα βάλει μουσική να παίζει και ένα ποτό να τρίζει τα παγάκια μέσα του. Οι συνθήκες ήταν οι κατάλληλες, είχε έρθει και η νύχτα και ήταν ήρεμη, ήταν φίνα, ήταν εκεί και έστεκε μέσα στο ημίφως.
Είχα διάθεση να χορέψω, να φωνάξω στίχους έξω από το παράθυρο, να αρχίζω να χορεύω κλακέτες. Ω θεέ υπάρχουν κάτι τέτοιες όμορφες νύχτες ώρες ώρες που πολύ σε ευχαριστώ που με λαμβάνεις υπόψη στον λογαριασμό! Ήταν τόσα που έπρεπε να προκάμω. Λίγος έρωτας, λίγη ποίηση, λίγο ανεμπόδιστη θέα στον παράδεισο.

Η λευκή σελίδα όμως έστεκε κάτασπρη μπροστά μου. Εγώ άδειαζα και γέμιζα το ποτήρι μου ενώ η σελίδα στεκόταν εκεί ντούρα και αψεγάδιαστη. Η νύχτα πάλι κλώτσαγε χαλαρές πάσες με τα άστρα. Και όλα ήταν όμορφα, η σελίδα όμως άσπρη.

Την πήρα στο χέρι μου και σηκώθηκα. Η μουσική μας παρακολουθούσε. Γιατί κάτι έπρεπε να γραφτεί; Όλα ήταν γραμμένα εξάλλου και ό,τι ήταν να ειπωθεί έχει ήδη ειπωθεί. Δε θα μπορούσα να προσθέσω κάτι, έστω και τόσο δα μικρό. Ο Σέλιν τα έγραφε μια χαρά, ο Μπουκόφσκι, ο Χάμσουν, ο Καμύ, ο Έσσε και ο Βόνεγκατ το ίδιο. Γιατί να πασπαλίσει και κάποιος άλλος λευκές σελίδες με μελάνι;

Δεν ήξερα. Δε θα έμπαινε κανένας στον κόπο να το πει ακόμα να ήξερε. Στρίμωξα τη σελίδα στην παλάμη μου και την έριξα έξω από το παράθυρο. Την έβλεπα να πέφτει κάτω στο δρόμο.
Τώρα δε χρειαζόταν να γράψω κάτι. Οι σελίδες είχαν τελειώσει.
Κάποιος τη μάζεψε από κάτω και άνοιξε να δει τi γράφει.

Αλήθεια! Τι πλάκα έπαθε σα τίποτε δεν ήταν γραμμένο μέσα της. Πόσο παράξενος ο συντάκτης της θα ήταν.

Μια γυναίκα ίσως ξαναγύρναγε πίσω. Μια μούσα όμως αν ήταν να χαθεί, χανόταν για τα καλά. Καθώς στεκόμουν πίσω από το ανοικτό παράθυρο, κοιτάζοντας στο δρόμο το ήξερα πως όλα ήταν μέσα στο μυαλό μου. Και ήταν αρκετά. Ίσως όχι περισσότερα από οποιουδήποτε άλλου που καθόταν μέσα στη νύχτα ξάγρυπνος. Ποίος όμως νοιάζεται για τέτοια;

Οι λέξεις δεν έλεγαν να βγουν προς τα έξω και να πέσουν πάνω σε λευκή σελίδα. Ήθελαν τον τρόπο τους.    

Κοίταξα τον τύπο, κάτω στο δρόμο να κοιτάζει την άδεια σελίδα και μετά να σηκώνει το κεφάλι του, στο παράθυρο που έστεκα εγώ. Έμοιαζε σα να διάβασε μόλις μια ιστορία ανείπωτη που είχα να του πω. Και τον άγγιξε φαινόταν. Έτσι μου έμοιαζε καθώς στεκόμουν εκεί δα. Και η νύχτα ήταν τόσο όμορφη που τέντωσα το παράθυρο να χάσκει ορθάνοιχτο και κάθισα ξανά στο γραφείο ενώ μια μουσική με πιάνο, και βιόλα έπαιζε.


Τι όμορφα που ήταν να ξέρεις να το λες με νότες!

Δεν υπάρχουν σχόλια: