Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΡΙΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ

Ήταν απόγευμα Τρίτης και αν η μνήμη μου δε με απατά ήταν Φθινόπωρο. Σημασία δεν είχε αλλά στα βιβλία που διάβασα τέτοιες λεπτομέρειες πάντοτε είχαν σημασία. Και η αλήθεια ήταν πως και στη δική μου περίπτωση είχαν σημασία. Τρίτη πρωί λοιπόν και τα μαγαζιά ήταν ανοικτά, ο κόσμος κοίταζε τις βιτρίνες λες και περιμέναν να ρουφηχτούν από κάποια χαραμάδα και να μετακομίσουν σε ένα στυλ ζωής κομμένο και ραμμένο όπως αυτό της βιτρίνας. Το φθινόπωρο επίσης είχε τα δίκια του. Ήταν η εποχή που και ο παραμικρός ήχος αποκτούσε σημασία. Το ποιητικό θρόισμα των φύλλων για παράδειγμα ή εκείνο το τρίξιμο της συστολής που χαρακτήριζε τους διεσταλμένους ανθρώπους των διακοπών του καλοκαιριού. Η σημασία της Τρίτης είναι πως αυτή είναι μια σχετικά αδιάφορη ημέρα εκτός και αν τυγχάνει να είναι και 13 όπου μια φορά στο τόσο η μέρα αυτή αποκτά μια σχεδόν γιορτινή υπόσταση. Τις Τρίτες πιστεύω πως μπορεί να προσέξει κανείς τα πιο αόρατα πράγματα που συμβαίνουν καθότι δεν έχει κάτι περισσότερο αβανταδόρικο για να ασχοληθεί. Οι Παρασκευές, τα Σάββατα και οι Κυριακές είχαν μια έπαρση άλλο πράμα, κουβαλούσαν πάνω τους όλο τον χαμένο χρόνο που έψαχνε εκτόνωση. Η Δευτέρα πάντοτε με ψυχοφάρμακα ήταν και όσο για την Τετάρτη δεν ζητούσε κανείς πολλά πολλά. Η Πέμπτη ήταν το πρώτο ραντεβού και όπως σε κάθε πρώτο ραντεβού αρμόζει ο καθένας έδινε παραπάνω ευκαιρίες από αυτές που κανονικά της αναλογούν.


Εκείνη την Τρίτη λοιπόν, ενώ άκουγα μέσα στο παρκαρισμένο μου αμάξι το γλυκό αεράκι να παίρνει το καλοκαίρι μακριά μου, ένιωσα σαν ένας καταξιωμένος μαέστρος. Άφησα κάθε ήχο να γίνει μέρος της στιγμής μου. Στην αρχή ήταν μόνο ένα αεράκι που σφύριζε ντροπαλά μέσα στο μισάνοιχτο μου παράθυρο, αυτός ο ήχος έμοιαζε με τον ήχο που παράγουν οι μπαγκέτες – σκουπάκια έτσι όπως πέφτουν πάνω στα τύμπανα. Μετά πετάχτηκαν δύο κόρνες αυτοκινήτων (γιατί η αλήθεια ήταν πως είχα κλείσει κάπως το πέρασμα με το άτεχνο μου παρκάρισμα), να και οι νότες σαξοφώνου. Κάθισα πιο μπόλικα στο κάθισμα και άνοιξα καλύτερα το παράθυρο μου. Οι νότες της κυρίας καθώς με έβριζε που έκλεινα τον πεζόδρομο ήχησαν σαν κλαρινέτο, ενώ το παιδί της που τσίριζε στο καροτσάκι ήταν το πρίμο σαξόφωνο. Ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω κανέναν ήχο να κάνει φτερά. Κρατούσα τους παλιούς ήχους και έψαχνα μετά μανίας να εναρμονίσω νέους ήχους στο τραγούδι της πόλης που πάλευα να συνθέσω. Δεν ήμουν σίγουρος το στυλ που θα κατέληγε τελικά να έχει αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν ήταν κάτι που ήταν στις προτεραιότητες μου. Γνώριζα πως όταν προσπαθεί κανείς να κατηγοριοποιήσει ή να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων τότε δεν προέκυπτε κάτι άξιο λόγου. Το αντίθετο μάλλον. Το ίδιο συνέβαινε στην τέχνη, στην πολιτική και στην κοινωνία. Όταν κάτι προκύπτει μέσα από εσένα δίχως να προσπαθείς να το περάσεις από το τελωνείο τότε υπάρχουν πολλές πιθανότητες να γίνει κάτι όμορφο. Αν δε, έχεις και κάτι να πεις, κάτι που ίσως σκέφτηκες μια νύχτα μαύρη που έμοιαζε να έπεσε για τις σκέψεις σου και μόνο, τότε θα προκύψει κάτι που θα ζει ακόμα και όταν εσύ ο ίδιος τινάξεις όλα τα πέταλα γύρω από το ξερό σου κοτσάνι. Η μουσική εξελισσόταν, έγχορδες φωνές μιας τρελής πολιτείας συνοδευόταν από πρίμα τακουνάκια να χτυπάνε στα πεζοδρόμια ενώ φούστες ανέμιζαν από πάνω τους, μπάσα κλείσιματά από πόρτες διαμερισμάτων που χτίστηκαν για να σαγηνέψουν την επαρχία κάνοντας τα κουστουμαρισμένα παιδιά των αγροτών να θέλουν να γίνουν αγρότες. Ήχοι έρχονταν από παντού, από τις εξατμίσεις, από τα κενά καταστήματα με τους αμέτρητους λογαριασμούς κάτω από τις πόρτες τους, από το σούρσιμο των βημάτων στην ουρά του ΟΑΕΔ, από τις γάτες που χώνονταν ανάμεσα σε ανθρώπους μέσα στους κάδους ανακύκλωσης που μόνο το μπλε τους και όχι το περιεχόμενο τους βάφτιζε έτσι. Ήχοι ερχόντουσαν από παντού και συνέθεταν μια μελωδία ενόσω η ζωή είχε αργήσει και πάλι στο ραντεβού της.


Η παρατεταμένη κόρνα του περιπολικού ήρθε σαν κορύφωση μιας υψιφώνου με καριέρα παγκοσμίου εμβελείας.  Τα παιδιά εκείνη την ώρα ορμούσαν έξω από την τράπεζα και μέσα στο αμάξι μου. Το τραγούδι είχε φτάσει στο τέλος του πλέον. Έβαλα πρώτη και όρμησα εκεί έξω ακούγοντας την σειρήνα να μας ακολουθεί, όλοι εκείνοι οι ήχοι τελικά έκαναν φτερά. Έμοιαζε σαν να εκτοξευτήκαμε στο κενό. Θα σωζόμασταν ή θα χανόμασταν. Θα γινόμασταν νότες ή θα σκονιζόμασταν στα αυλάκια ενός ξεχασμένου βινιλύου.

   
«Πόσα;» ρώτησα κοιτώντας τα κόκκινα φανάρια να μας κοιτάνε και τα αμάξια να φαλτσάρουν στα φρένα τους.



«Αρκετά για να βγάλουμε τον πρώτο μας δίσκο» μου απάντησε ο Πέτρος ο μπασίστας. Κάτι θα ήξερε. Όταν καταφέρεις να φτιάξεις ρυθμό με τέσσερις μόλις χορδές βλέπεις τα πράγματα πιο απλά.

 Όπως πράγματι είναι.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΦΘΗΝΟΤΕΡΑ ΑΚΡΙΒΟ!

Χαλάνδρι-Πανόρμου, κάμποσα μέτρα κάτω από την επιφάνεια απροσμέτρητων ζευγαριών παπουτσιών που πηγαίναν και ερχόντουσαν από δουλειά σε δουλειά και από ανεργία σε ανεργία. Προσωπικά εκείνη την ημέρα προτίμησα το μετρό και το μειωμένο του εισιτήριο. Η κυβέρνηση το έριξε 20 λεπτά, από το 1,4 στο 1,2. Κάτι ακουγόταν και για το πετρέλαιο θέρμανσης αλλά ο χειμώνας αργούσε ακόμα, πόσο μάλλον οι σκέψεις των βουλευτών. Η μείωση του εισιτηρίου με είχε κάπως χαροποιήσει γιατί ήταν από τις λίγες εκείνες φορές που μπορούσα να κάνω κάτι με τρόπο φθηνότερο από πριν, αν και η πραγματικότητα ήταν πως πριν δεν μπορούσα να κάνω σχεδόν τίποτα πέρα από το να προσπαθώ να μείνω ζωντανός (γεγονός που σε πολιτισμένους τόπους θεωρείται αυτονόητο). Όπως και να είχε,  στην τσέπη μου βρισκόντουσαν μόνο 120 λεπτά του ευρώ και έτσι  τώρα μπορούσα να κάνω έστω αυτή τη βόλτα.


Θεωρούσα πως θα είχα στη διάθεση μου μιάμιση ώρα για να μπορώ να επιστρέψω με το ίδιο εισιτήριο αλλά για κακή μου τύχη μαζί με τη μείωση του τιμήματος της βόλτας μου, είχε μειωθεί και η διάρκεια του. Είχα στη διάθεση μου μόνο 70 λεπτά της ώρας για να σουλατσάρω πριν βρεθώ και πάλι στην αφετηρία. Ήταν κάπως γελοίο να αλλάζεις τα μέτρα και τα σταθμά. Ανέντιμο. Ήταν σα να ακούς τον μανάβη να φωνάζει την τιμή της πατάτας και εκεί που σου φαίνεται συμφέρουσα και πας να γεμίσεις μια σακούλα, στο ταμείο να σου λέει πως η τιμή αφορούσε το τεμάχιο ή τα 100 γραμμάρια, σε καμία πάντως περίπτωση δεν αφορούσε το ένα ολοστρόγγυλο κιλό που είχες συνηθίσει να φωνάζουν όλοι οι μανάβηδες σε όλες τις γειτονιές.
Τέλος πάντων, εκείνη τη μέρα η βόλτα μου δε είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 70 λεπτών και έτσι δε χρειάζεται να γκρινιάζω περισσότερο από όσο ήδη έχω πράξει. Ακύρωσα το εισιτήριο, έκανα ένα πάνω κάτω στην πλατφόρμα, κοίταξα την οθόνη με τον υπολειπόμενο χρόνο για την άφιξη της αμαξοστοιχίας και παρατηρούσα τους ανθρώπους που περίμεναν όπως και εγώ, παρατηρώντας και εκείνοι με τη σειρά τους του υπόλοιπους και μαζί με αυτούς και εμένα τον ίδιο. Αυτό μου έδινε μια σιγουριά πως στην ανθρωπότητα ο ένας συνδεόταν με όλους τους υπόλοιπους με τρόπο αν όχι απόλυτα αρμονικό, ωστόσο με κάτι που αποτελούσε το πρώτο βήμα του νοιαξίματος ή έστω της απλής περιέργειας. Μια γυναίκα γύρω στα εξήντα είχε τραβήξει την προσοχή μου. Δεν παρατηρούσε κανέναν και όση ώρα και να την κοίταζα εκείνη κοίταζε την κόκκινη λωρίδα που βρισκόταν στο δάπεδο και χρησίμευε στο να μη πέσει κανένας στο κενό ή συμπαρασυρθεί με το γιγάντιο γρήγορο και ατσάλινο σκουλήκι όπως θα έλεγε ένας ινδιάνος αν προσπαθούσε να δώσει ένα περισσότερο νόστιμο όνομα στο μετρό.


Το τραίνο ήρθε, η γυναίκα μπήκε και γλιστρώντας πίσω της κατάφερα να καθίσω στο απέναντι κάθισμα από εκείνη. Κοιτούσε έξω. Κοιτούσε το μαύρο πίσω από το τζάμι, τους σταθμούς να εναλλάσσουν τα χρώματα, τις αρχιτεκτονικές ιδέες και τους ίδιους τους ανθρώπους που ίδιοι έμεναν, όσο διαφορετικός και να ήταν ο κάθε σταθμός και ανεξάρτητα του ποιος εικαστικός τον είχε επιμεληθεί.  Είχε βγάλει από την τσάντα της ένα βιβλίο και προσπαθούσε να διαβάσει, που και που μόνο του έριχνε μια ματιά. Την περισσότερη ώρα μουρμούριζε κάτι και έκλαιγε. Έκλαιγε τόσο αόρατα όμως που πιστεύω πως κανείς άλλος εκεί μέσα δε θα το είχε προσέξει. Έκλαιγε από μέσα της με εκείνον τον τρόπο που σιγά σιγά μάθαινα και εγώ μεγαλώνοντας, κερδίζοντας εμπειρίες και χάνοντας μικρά κομμάτια από τον εαυτό μου.


Στη στάση εθνική άμυνα ήταν που προσπάθησα να την καταλάβω, να εξηγήσω τον βουβό της πόνο γιατί ήξερα πως μόνο οι πόνοι που μένουν βουβοί έχουν ένα σημαντικό βάθος και μια κάποια αξία. Φορούσε μαύρα και το γεγονός αυτό μπορεί να σήμαινε πως είχε χάσει πρόσφατα κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο. Πάλι όμως, ήταν περίεργο να κουβαλά ένα βιβλίο στην τσάντα. Τα μικρά, λευκά κυκλάκια στο μαυροφόρεμα της έδειχναν πως και κάποιος να είχε πεθάνει θα είχε περάσει αρκετός καιρός. Χρόνια, ίσως και δεκαετία. Τα λευκά φωτάκια μέσα σε ένα πένθιμο φουστάνι λειτουργούν όπως οι φυσαλίδες από το ξέσπασμα της ανάσας κάτω από το νερό. Το θανατικό πρέπει να της στέρησε την ανάσα για πολύ καιρό αλλά εκείνη τώρα, με αυτό το φόρεμα, έμοιαζε σα να άρχιζε και πάλι να αναπνέει. Τότε τι; Γιατί; Της είχε αφήσει μήπως χρέη δυσβάσταχτα ο μακαρίτης; Μήπως είδε κάποιον στο βαγόνι που της τον θύμισε; Μήπως ήταν τρελή και η αιτία του πόνου της άγνωστη ακόμα και στον γιατρό της; Η τρέλα πάντα ήταν το τέρμα εκείνο που οδηγούνται όλοι όσοι δεν κατάφερναν να εξηγήσουν και να καταλάβουν τον τρελό. Ήταν η λέξη εκείνη που κρατούσε τις αποστάσεις, που τηρούσε τις αναλογίες, που βαστούσε τον καθένα από εμάς πάνω στην γνώριμη σκακιέρα της ζωής. Προσωπικά δε μου άρεσε να καταλήγω σε τέτοια συμπεράσματα και ίσως γι’ αυτό θα έπρεπε να γίνω ψυχίατρος ή απλά ένας μπάρμαν για να μπορώ να μελετάω καλύτερα την ανθρώπινη φύση. Όμως δεν έγινα, ούτε το ένα, ούτε το άλλο και ενώ για το πρώτο βρήκα γιατρειά σε φίλους που κοστίζουν λιγότερο και αξίζουν περισσότερο, το δεύτερο σπάνια εξασκούσε αυτή την πλευρά του επαγγέλματος καθότι αναλωνόταν στο περισσότερο πιπεράτο παιχνίδι με πιτσιρίκες που στα μάτια ενός μπάρμαν έβλεπαν την καταξίωση της υποκειμενικά ηφαιστειακής γυναικείας τους φύσης.


Στην Κατεχάκη η κυρία εκείνη σταμάτησε να κοιτάζει μαζί με τον βουβό της πόνο έξω από το παράθυρο. Έπεσε με τα μούτρα στο βιβλίο και μουρμουρούσε. Ίσως τα λόγια του βιβλίου το οποίου προσπαθούσε να αποστηθίσει. Ίσως ήταν ηθοποιός του θεάτρου και πρέπει να ήταν πραγματικά σκληρό να προσπαθήσεις να διαβάσεις ένα θεατρικό έργο γραμμένο σαν έργο αντί σα μυθιστόρημα. Το είχα προσπαθήσει μια φορά και μου έμοιαζε σα να προσπαθείς να φας μια σούπα με το πιρούνι. Ίσως τελικά ήμουν κάπως υπερβολικός γιατί ένας άνθρωπος ντυμένος στα μαύρα με ένα βιβλίο στο χέρι και έναν κρυμμένο πόνο πίσω από τα μάτια να μη σημαίνει και τίποτε το ιδιαίτερο. Στο κάτω κάτω η όλη εξέλιξη του ανθρώπινου είδους βασίστηκε ακριβώς σε αυτό. Στο να μη δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Οι μεγάλες ιδέες πάντοτε είχαν περισσότερα να πουν και να πάνε λίγο πιο πέρα το είδος μας. Αν κάθε τρείς και λίγο στεκόμασταν πάνω σε κάποια ραγισμένη ψυχή και στεγνωμένη καρδιά τότε δε θα γινόταν τίποτε το αξιοσημείωτο και ούτε με αμάξια θα κυκλοφορούσαμε, ούτε στο διάστημα θα πηγαίναμε, ούτε η βιομηχανική επανάσταση θα υπήρχε στην κοινωνιολογία του λυκείου και πολύ φοβάμαι πως ούτε το μετρό – που τώρα μέσα του σκέφτομαι – θα υπήρχε.


Στην Πανόρμου κατέβηκα. Αυτή τη φορά δεν ξεχάστηκα σαν κάποιες φορές που στάση μου γινόταν το τέρμα και η αφετηρία της επιστροφής. Είχα μόνο 53 λεπτά ακόμα για να κάνω τη βόλτα μου και να επιστρέψω. Είχα αποφασίσει πως δεν μου έκλεψε κανείς τα πλεονάζοντα είκοσι λεπτά της βόλτας. Πως εγώ κατάφερα με είκοσι λιγότερα σεντς να κάνω του κεφιού μου. Είχα αποφασίσει πως τα ασπράκια στο φουστάνι της γυναίκας κάποτε θα φούντωναν σε ολόλευκους κρίνους και ο πόνος της θα κυλούσε στους συρμούς και όχι πια στο ίδιο της το βλέμμα. Είχα αποφασίσει πως όλοι εμείς που πηγαίναμε και ερχόμασταν κάθε μέρα στο μετρό έπρεπε να φτιάξουμε μια μέρα που φτάνοντας στο τέρμα της θα κοιτάξουμε πίσω και δε θα δούμε μόνο στάσεις και βαγόνια, ώρες και ευρώ, αλλά μια όμορφη βόλτα που ευλογημένη ήταν ή ώρα που την ξεκινήσαμε.