Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;



 http://www.motionteam.gr/photos/19552/350100/photo_594_400.jpg

Οι Κυριακές πάντα ήταν ένα θέμα! 


Οι Κυριακές που ξεκινούσαν με ένα πόνο στη μέση από τον πολύ και καλό ύπνο. Που ξεκινούσαν με ένα βαριεστημένο φτιάξιμο του καφέ και μια τσαλακωμένη πιτζάμα φορεμένη γύρω του την ώρα που τον απολάμβανε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Οι Κυριακές ήθελαν να τα δώσουν όλα. Να δώσουν ό,τι η εβδομάδα των προηγούμενων ημερών του είχε στερήσει. Έτσι είχε δομηθεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Μια ανάσα μέσα στο λαχάνιασμα. Μια λάμψη μέσα στο έρεβος. Μια γωνία με μπουνάτσα μέσα στα κύματα των ωκεανών. Μια Κυριακή ρε διάολε για να αντέξουμε άλλες έξι ημέρες! 


Για εκείνον οι Κυριακές ποτέ δεν ήταν με το μέρος του. Του γυρνούσαν το κεφάλι πέντε σβούρες. Του κατέβαζαν τις πυτζάμες του στο κέντρο της πλατείας και εκείνος κοκκίνιζε από ντροπή. Κοκκίνιζε γιατί δε μπορούσε να τις φέρει με το μέρος του, να τις κάνει να του δώσουν ένα απαλό φιλί στο στόμα, δε μπορούσε να τις συμπαθήσει. Δε μπορούσε να τις φτιάξει για να τον συμπαθήσουν και αυτές. 


Κοντολογίς ήταν από εκείνους τους τύπους που σιχαινόντουσαν τις Κυριακές και ας τον λέγανε Κυριάκο. Κυριακή είχε γεννηθεί, Κυριάκος ο παππούς του λεγόταν. Τι καλύτερο;  Τι άσχετο; Τι θέλαν όλες εκείνες οι Κυριακές που είχαν περάσει από πάνω του να του πούνε; Σα να ήθελαν να του θυμίσουν ότι πρέπει να ξεκουραστεί τώρα γιατί τον περιμένει άλλη μια δύσκολη εβδομάδα. Σα να του έλεγε ο βασανιστής να πάρει δύο ανάσες πριν ξεκινήσει και πάλι το μαστίγωμα.  Πώς να χαρεί τη ζωή μια δόλια ψυχή με τόσο απότομες εναλλαγές; Η ζωή θα έπρεπε να ρέει σα κύμα . Είτε μια καταιγίδα να ναι  με κύματα των δέκα μέτρων, είτε η απαλή κίνηση των αφρόνερων σε μια ακρογιαλιά το καλοκαίρι. Οι απότομες εναλλαγές δε βοηθούσαν κανέναν! Ούτε καν την ίδια την εβδομάδα. 


Εκείνος ρουφούσε το καφεδάκι του στον καναπέ και σκεφτόταν το γιατί να υπάρχει αυτό το σκωτζέζικο ντούζ μέσα στη ζωή του. Ούτε σα Κυριακές ήθελε να ναι η ζωή του αλλά ούτε και αυτό που βίωνε πριν και μετά από αυτές. 


Για να πούμε όμως την πικρή αλήθεια, οι Κυριακές από μόνες τους ήταν μια χαρά. Μια ραστώνη ανέδιδαν, μια ηρεμία, μια βόλτα μέσα στα λιβάδια της ουσίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό που δεν άντεχε ήταν η εναλλαγή. Η τόσο απότομη, η επιβεβλημένη.  Σα να του έλεγε κάποιος να ηρεμήσει τώρα, να χαλαρώσει. Σα να του έλεγε να το απολαύσει πριν ξαναπέσει στη μάχη. 

Σήμερα το είχε πάρει απόφαση ότι θα καθόταν μέσα. Δε θα έκανε ούτε ρούπι από τον καναπέ. Σε αυτόν θα διάβαζε ένα βιβλίο, θα χάζευε στην τηλεόραση, θα έτρωγε και θα έριχνε τον μεσημεριανό του υπνάκο. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει αυτόν τον καλοντυμένο κόσμο των Κυριακών. Τον κόσμο που κουβαλούσε το άγχος μιας ηρεμίας-σφήνας.  Τον κόσμο που έβγαινε την ίδια ώρα έξω και αγχωνόταν να κλείσει τραπέζι το μεσημέρι σε ένα εστιατόριο. Άντρες με παρδαλές φόρμες να καπνίζουν πούρα στα καφέ, και γυναίκες με τέλεια κραγιόν να κυνηγάνε τα βλαστάρια τους στις γεμάτες πλατείες των Κυριακών. Σα να έπρεπε όλοι να το παίξουν ευτυχισμένοι και ανέμελοι. Δε γινόταν. Όσο και να το πίεζε κανείς, από όποια πλευρά, απλά δε γινόταν. Τι δηλαδή; Ανέμελος από τη μια μέρα στην άλλη; Σα να λέμε από πρόβατο τίγρης; Δε γινόταν, δε το χωρούσε το μυαλό του. Οι φίλοι τον έλεγαν παράξενο. "Ελα ρε έξω να πάμε τις τσάρκες μας, να πιούμε, να δούμε γυναίκες". Όχι και πάλι όχι. Σήμερα θα καθόταν μέσα. Ήθελε να βουλιάξει, να χαθεί. Δεν ήθελε να αντικρίσει καμιά φάτσα που γελά τις Κυριακές. Υποχρεωτική δεν είναι η χαρά! Ούτε η λύπη εξάλλου! Πρέπει να τα νιώθει κανείς αυτά για να γίνουν σωστά. Να μεγαλώσουν μέσα του και μετά να ξεμπουκάρουν από εκεί. Να ψηθούν για λίγο στα σωθικά του και μετά να πάρουν το δρόμο τους. 


Ήταν της μόδας όμως η ευτυχία πλέον. Άπλωνες ένα καθαρό ρούχο μαζί με το χαμόγελο σου και έβγαινες έξω να το παίξεις ευτυχισμένος. Επιτυχημένος, ολοκληρωμένος. Το απόγευμα οι περισσότεροι από δαύτους μπούκαραν στα σπίτια τους. Με ενοίκιο η ιδιόκτητα. Με γούστο φτιαγμένα ή κιτς του κερατά. Μπούκαραν εκεί μέσα και όλο αυτό χανόταν. Σα τον ηθοποιό που πάει στο καμαρίνι του να ξεβαφτεί και η ηχώ από το χειροκρότημα όλο και ξεμακραίνει αναγκάζοντας τον να μείνει μόνος με τον εαυτό του. 


Η χαρά ήθελε πρόβες, η λύπη ήταν αυτοδίδακτη. Η λύπη ήταν πηγαίο ταλέντο, της έβγαινε με την πρώτη. Η χαρά όμως ήθελε προπόνηση. Όλοι αυτοί οι τύποι της Κυριακής ήταν κατά βάση απροπόνητοι. Απλοί κομπάρσοι της χαράς. Τι να σου κάνει το μια φορά την εβδομάδα; Τι να σου κάνει ένα χαμόγελο σαν αυτοκόλλητο; Τι να σου κάνουν τα ταβερνάκια της Κυριακής και τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα; Τι να σου πουν άλλο, τι; Φτιάξε μια Κυριακή για την υπόλοιπη εβδομάδα. Εδώ σε θέλω. Όχι εκεί, κολλημένο σε μια Κυριακή που όλα θέλεις να τα κάνεις και τίποτα δε γίνεται. Μια εβδομάδα μόνο φτιάξε όπως τη θέλεις και άσε την Κυριακή στην άκρη. Γίνε ο εαυτός σου, γίνε τα όνειρα σου για έξι ημέρες και άσε την Κυριακή να λυσσομανά να χωθεί μέσα τους. 


Ο Κυριάκος έβγαλε τις πιτζάμες του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Άνοιξε το νερό να τρέχει, να ζεσταθεί. Κοίταξε την μπανιέρα και κατέβασε το εσώρουχο του. Έφερε το κασετοφωνάκι του και έβαλε να παίζει Στέρεο Νόβα. Χώθηκε μέσα στο νερό και άφησε το σώμα του ελεύθερο. Κοίταξε προς τα πάνω τα χνώτα του καυτού ατμού και σκέφτηκε ότι σήμερα ήταν η τέλεια μέρα για να γίνει όλα αυτά που κάποτε ήθελε. Η τέλεια μέρα για το οτιδήποτε. Η τέλεια μέρα για ένα πλύσιμο στην μπανιέρα που από μικρός είχε να κάνει. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε το εσώρουχο του στο πάτωμα. Σήκωσε τα πόδια του ψηλά και τα ακούμπησε στο χείλος της μπανιέρας. Βούτηξε το κεφάλι του μέσα στο νερό και το ξαναέβγαλε έξω. Χαμογέλασε πρώτα και μετά τα μάτια του λάμπρυναν. Σήμερα θα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Θα είχε την ευτυχία της στιγμής. Μέσα στην μέρα θα έφτιαχνε πολλές τέτοιες στιγμές. Θα ξυριζόταν μετά από χρόνια και θα πήγαινε στο μπαλκόνι να πιεί τον καφέ του. Θα μαγείρευε κάτι σε μακαρονάδα και θα άνοιγε εκείνο το κόκκινο μπουκάλι με κρασί που τόσο καιρό λιμπίζονταν. Όταν έπεφτε το σούρουπο θα αυτοσχεδίαζε. Ήταν μια ολόκληρη Κυριακή που έστεκε εκεί. Κάπως θα τα κατάφερνε μαζί της και αυτή τη φορά.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: