Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

ΜΠΟΥΚΑΛΑ




 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgqY6O6C60LvjLaryB7ZMt-bCCNQolkEDSRvFHcjAXl4qw1De2N7rOBUPNV9A754Qk7-8zgbFkEKOMvADGM58oqzRoarbJ1WibqqQthFmQkYxw6Sdd6Zw6UjM-aA8pLU7CfAvUksq0lHLVg/s1600/590_e97c4d6f820e30f8280aff9cd258a431.jpg

Η αλήθεια ήταν ότι κανένας δεν το είχε προβλέψει αυτό. Ξεκίνησε από μια στάλα στο κεφάλι του, την ώρα που περίμενε το λεωφορείο στην στάση.  Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και η δεύτερη του ήρθε κατευθείαν στο μάτι. «Την γκαντεμιά μου μέσα! Σήμερα βρήκα να ξεχάσω την ομπρέλα μου!». Οι επόμενες σταγόνες δεν ήταν τόσο επιεικείς μαζί του. Ξεκίνησαν ένα ρυθμικό κρεσέντο πάνω στο κεφάλι του, λούζοντας τον στο λεπτό. Το νερό ξεκίνησε να φουντώνει μέσα στους δρόμους και τα φρύδια έσταζαν σα ολόγιομα σφουγγάρια. Σήμερα ήταν η σημαντικότερη μέρα στη δουλειά. Θα παρέδιδε το τελικό έργο και από το αποτέλεσμα θα κρινόταν το κεφάλι του ή στην καλύτερη των περιπτώσεων η θέση του στην εταιρία.  Ήταν γεμάτος με άγχος. Άγχος που έφτανε ως τα μεδούλια του. Όλος ο προηγούμενος μήνας έτσι ήταν για εκείνον. Ανεξάντλητα ξενύχτια εργασίας. Δεν ήξερε καλά καλά το γιατί. Γιατί είχε ακολουθήσει αυτό το δρόμο στη ζωή του και τώρα με το ζόρι μπορούσε να οδηγήσει ευθεία σε αυτόν. Προτιμούσε να παρομοιάζει τη ζωή του όχι με έναν δρόμο αλλά με ένα ποτάμι. Η κίνηση να είναι πιο γλυκιά, πιο νανουριστική. ;Ένα απαλό κουπί για κάθε μίλι. Πολλές φορές το προσπαθούσε να ηρεμήσει με αυτόν τον τρόπο, λίγες το κατάφερνε. Η πραγματικότητα τον έφερνε να τραβάει αλλεπάλληλες λαχανιασμένες κουπιές. Και το αφεντικό του έκανε το παν γι’ αυτό. Δέκα χρόνια τώρα προσπαθούσε να τον ξεζουμίσει έως εκεί μη παρέκει Το ποτάμι τώρα φαινόταν να σχηματίζεται μπροστά του, στα ρείθρα του δρόμου. Τα νερά ξεχείλιζαν πάνω από τα κράσπεδα και τις πλάκες του πεζοδρομίου κάνοντας όλους τους πεζούς να τεστάρουν τις δυνάμεις τους. Αυτή η βροχή ήταν ικανή να φέρει τα πάνω κάτω. Αυτή η βροχή ανακάτευε μέσα στο μυαλό του την τελευταία κουβέντα του προϊσταμένου του. «Αν δεν κερδίσουμε αυτή τη δουλειά τότε να ετοιμάσεις τα πράγματα σου.»

Η υγρή αναμπουμπούλα κράτησε κανένα μισάωρο και το λεωφορείο δεν είχε φανεί. Εκείνος κοίταζε πέρα, τα ποτάμια στους δρόμους και έβαλε τα δυνατά του να ηρεμήσει από το άγχος. «Αν αργήσω στη δουλειά θα είμαι νεκρός. Θα μου ρίξουν μπετόν έως τους αστραγάλους και θα με φουντάρουν από το λιμάνι. Θα πάω άπατος.». Η βροχή είχε ξεκινήσει να κοπάζει και εκείνος στεκόταν πιο βρεγμένος και από μια σταγόνα στην άκρη του πεζοδρομίου περιμένοντας το λεωφορείο να φανεί. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στο κέντρο του δρόμου –εκεί από όπου θα φαινόταν το λεωφορείο - και μόνο το ποταμάκι στο πλάι ήταν ικανό να του αποσπάσει την προσοχή. Για την ακρίβεια όχι το ποτάμι το ίδιο αλλά ό, τι τσουλούσε πάνω του. Πάνω εκεί που πριν από λίγο φαινόταν ένα ρείθρο. Κάθε λογής σκουπίδι βρισκόταν εκεί μέσα. Ένας κάδος είχε πέσει λίγο πιο πάνω αδειάζοντας ολόκληρο το σύγχρονο πολιτισμό στην άσφαλτο. Εκεί πέρα, στα βολταρίσματα των σκουπιδιών έβλεπε το πώς τα πέρασε η γειτονιά εχθές το βράδυ. Οι περισσότεροι είχαν φάει το γιαούρτι τους. 2% λιπαρά και παρόλα αυτά ο ύπνος τους δε πρέπει να ήταν ελαφρύς. Γάλατα, και συσκευασίες αυγών, χαρτάκια από βούτυρα και αλεύρια έδειχναν τη φροντίδα της χθεσινής νύχτας. Κέικ ετοιμάστηκαν, φούρνοι άναψαν, οικογένειες συγκεντρώθηκαν στο σπίτι. Κουτάκια μπύρας και χαρτονένια κουτιά από πίτσες φανέρωναν τη χθεσινή ξέφρενη νύχτα του τελικού κυπέλου. 

Το κεφάλι του προσπαθούσε να στραγγίξει και τα πόδια του είχαν παπαριάσει ολόκληρα μέσα στις νοτισμένες κάλτσες του. Η ματιά του παρακολουθούσε όλη την ξέφρενη πορεία των σκουπιδιών. Από τον χαμό στο άγνωστο. Από το τέλος σε μια ελπίδα. Από την ανακύκλωση στο ταξίδι. Βλέποντας το κάθε τι να περνάει από μπροστά του η προσοχή του επικεντρώθηκε σε ένα μπουκάλι. Κόκκινο κρασί πιωμένο, με τον φελλό του αλλού πεσμένο. Μια νύχτα έρωτα ίσως. Μια νύχτα εστιατορίου μπορεί. 750ml καλού κόκκινου κρασιού που καταναλώθηκαν και τώρα τα στομάχια αυτών που το απόλαυσαν θα ξυπνάνε γουργουριστά και χαρούμενα. Ένα μπουκάλι που ταξίδευε στο κύμα ήταν. Εκείνος είχε ξεκινήσει να τρέμει με τα κολλημένα από τη βροχή ρούχα στο δέρμα του. Υπό κανονικές συνθήκες θα γυρνούσε στο σπίτι, θα έκανε ένα ζεστό μπάνιο, θα φορούσε πιτζάμες και θα έγερνε στο κρεβάτι του. Το μπουκάλι που κοιτούσε τώρα τον ταξίδευε. Σα μήνυμα εντός του έμοιαζε ο ίδιος. «Σώσε με» έγραφε. Ήταν σαν ένας τρόπος να φτάσει νωρίς στο γραφείο. Να βγει από το μπουκάλι και να διαβαστεί, να σωθεί, σώζοντας τα σχέδια για το μέλλον του. Ήταν ένα γράμμα που ταξίδευε, ένα μήνυμα στο μπουκάλι, μια ελπίδα ναυαγού.

Το μπουκάλι κατέβαινε με την ορμή από τα λασπόνερα της βροχής και στο βάθος πήρε να φαίνεται ένα λεωφορείο. Ένα μήνυμα σωτηρίας. Ήταν το λεωφορείο του! Ναι, θα πήγαινε στο γραφείο τελικά. Λίγο αργοπορημένος ίσως αλλά αυτό δεν πείραζε, πολύ βρεγμένος στα σίγουρα αλλά αυτό θα ήταν κάτι υπέρ του. Ένας μαχόμενος εργαζόμενος στην αρένα της επιτυχίας. Ένας ταυρομάχος που δεν έπεσε ακόμα. Ακόμα και με τόση βροχή, ήταν εκεί, μπροστάρης στα συμφέροντα της εταιρίας. Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και εκείνος πήδηξε μέσα του, Το μπουκάλι γλιστρούσε πάνω στο βρώμικο νερό και ταξίδευε. Εκείνος χτύπησε το εισιτήριο του με την ταχύτητα της ελπίδας και το λεωφορείο ξεκίνησε ξανά, στρίβοντας αμέσως δεξιά. Η ματιά του ακολουθούσε τους παφλασμούς του άδειου μπουκαλιού μέσα από το αχνισμένο τζάμι. Οι δρόμοι τους χώριζαν εδώ. Το μπουκάλι θα συνέχιζε την πορεία του. Θα έσωζε και άλλους ναυαγούς.

Την ώρα που το λεωφορείο έστριβε στη γωνία, ένας πεζός καθόταν στο φανάρι. Η πίσω ρόδα του λεωφορείου τινάχτηκε πάνω σε μια λακκούβα της ΔΕΗ και όσο νερό υπήρχε μέσα της προσγειώθηκε πάνω στο φροντισμένο του σμόκιν. Ήταν ένας περίεργος, μάλλον νυσταγμένος τύπος, με αυτό το παράξενο και σίγουρα υπερβολικό ντύσιμο για αυτή την πρωινή ώρα. Δεν αντέδρασε καθόλου. Μέσα από το λεωφορείο όλοι πρόσεξαν το τεράστιο κύμα να προσγειώνεται πάνω του και ενώ όλοι περίμεναν ένα ορυμαγδό από χειρονομίες και σταματημένες από το τζάμι βρισιές, ο πεζός το μόνο που έκανε ήταν να χαμηλώσει αργά το κεφάλι του. Το σώμα του έμεινε ακίνητο. Τέλεια ακίνητο. Καμιά κίνηση, καμία χειρονομία, καμία μα καμία βρισιά. 

Το μπουκάλι που ταξίδευε άδειο από κρασί πέρασε μπρος από τα μάτια του. Ήταν κτήμα Παπαμιχαήλ, κόκκινο του 2008. Ωραίο κρασί. Εκείνο που της άρεσε. Εκείνο που ήπιαν μαζί στο σπίτι της εχθές το βράδυ. Το τελευταίο πράγμα που περίμενε να δει πλέον στον κόσμο τώρα ήταν ακριβώς αυτό. Μετά ερχόταν εκείνη. Δεν είχε δυνάμεις πια, δεν είχε τίποτα, δεν είχε εκείνη. Εκείνη τον άφησε μαζί με τα σκουπίδια που κατέβασε για να πετάξει σήμερα, στον κάδο κάτω από το σπίτι της. Ένα σκουπίδι ήταν και κείνος που πετάχτηκε στη βροχή και ταξίδευε χωρίς συγκεκριμένη πορεία. Μια πρόταση γάμου που μετατράπηκε σε κηδεία. «Τι πιο παράξενο αλήθεια; Εγώ να θέλω να την παντρευτώ την ίδια μέρα που εκείνη θέλησε να με χωρίσει.». Σκέφτηκε για λίγο και μετά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το λεωφορείο που τον έκανε λούτσα να απομακρύνεται «Τζάμπα το κρασί και η αγάπη μου, τζάμπα το σμόκιν μου και τζάμπα η βροχή που μόνο στη τζαμαρία της έπρεπε τώρα να πέφτει. Με μένα δίπλα της. Λίγο μετά από εμένα μέσα της. Τι κρίμα αλήθεια!». 

Είχε περάσει όλο του το βράδυ περιφερόμενος. Περιφερόμενος στην περιοχή και στην τρέλα. Σήμερα θα έπρεπε να γιορτάζει. Να γιορτάζει το «ναι» της και το καινούργιο έργο που θα κέρδιζε στην εταιρία του. Ήταν χρόνια υπεύθυνος πωλήσεων και αν κατάφερνε να πείσει τον σημαντικότερο πελάτη για το νέο προϊόν θα πέταγε έως την κορυφή της ιεραρχίας. Εμπορικός διευθυντής. Τόσα χρόνια πάλευε για αυτή τη θέση και να που τώρα το λεωφορείο μόλις πέρασε από μπροστά του και εκείνος θα έχανε την παρουσίαση. Αυτό ισοδυναμούσε με τον βάλτωμα του στην εταιρία. Τη θέση θα την έπαιρνε εκείνος ο αχώνευτος ο Πέτρος που είχε τη μισή του εμπειρία και τη μισή του φιλοδοξία. Όπως και να είχε, τώρα τίποτα άλλο δε μετρούσε. Μόνο εκείνη μετρούσε και το «όχι» της. Εκείνο το «δε σε αγαπώ» ήρθε και κάθισε πρώτο πάνω στην καρέκλα του εμπορικού διευθυντή. Αυτό μόνο μετρούσε τώρα. 

Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά στην Πέμπτη στάση. Από μέσα του κατέβηκε μισοβρεγμένος ο Πέτρος. και πατώντας στο πεζοδρόμιο κοίταξε το ρολόι του και χαμογέλασε. «Εννιά η ώρα ακριβώς! Ούτε ένα λεπτό καθυστερημένος.» Περπάτησε προς την είσοδο της εταιρίας φουριόζος, χωρίς να προσέξει το μπουκάλι του κρασιού που ερχόταν με ταχύτητα στο ρείθρο του πεζοδρομίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: