Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΠΑΡΚΕ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ




Κωλόπαιδο του κερατά ήταν εκείνη την εποχή. Είχε αλλάξει τρία σχολεία λόγω διαγωγής και φίλους δεν είχε. Κλοτσούσε τα τενεκεδάκια φεύγοντας από το δημοτικό σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι του. Την έσπαγε στους διερχόμενους γιατί ακόμα και να κατάφερνε να μη τους πετύχει ο εκκωφαντικός ήχος από ένα χιλιοτσακισμένο τενεκεδάκι αναψυκτικού έσπαγε τα νεύρα ακόμα και στον πιο ζεν τύπο. Του άρεσε αυτό και έτσι έκρυβε πίσω από ένα πεύκο το τενεκεδάκι του καταφθάνοντας στο σπίτι. Θα το είχε για την κλοτσοπατινάδα της επόμενης μέρας. Τότε δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για το διάβασμα του σχολείου. Μόνο να παίζει μπάλα ,να τσακώνεται με τους συμμαθητές του και να κάνει επισκέψεις στο σπίτι της γιαγιάς του ήθελε. Αγνός άνθρωπος η γιαγιά του, από εκείνους που η κακία δεν υπήρχε ούτε στη σφαίρα του φανταστικού. Τον τρατάριζε και ένα φοντάν με ολόκληρο φουντούκι μέσα και τον είχε δικό της. Το αγαπημένο της εγγόνι. Το σπίτι ξεκινούσε με ένα μπόλικο προθάλαμο ο οποίος οδηγούσε στο σαλόνι και στον διάδρομο προς τα κύρια δωμάτια του ύπνου και της κουζίνας. Χωλ το λέγανε. Του έκανε εντύπωση αυτή η λέξη και θεωρούσε ότι η γιαγιά του δεν την ήξερε καλά γι’ αυτό την έλεγε μισή. Μισή λέξη που πριν αρχίσει τελείωνε και μάλιστα σε σύμφωνο. Αφού ξερογλείφονταν από το σοκολατάκι έδινε στη κυρά Ειρήνη το χαρτάκι και πήγαινε καρφί στο σαλόνι. Ο παππούς, αμέτοχος κοιτούσε τηλεόραση, γυρνούσε το κεφάλι του και τα γαλάζια του μάτια προς το μέρος του εγγονού και τον χαιρετούσε. «Πως πήγε το σχολείο σήμερα;» ήταν η πρώτη και μοναδική ερώτηση που του έκανε. Μετά ξαναγύρναγε το κεφάλι του στην ασπρόμαυρη οθόνη και η ζωή συνεχιζόταν. Ήταν ήσυχοι άνθρωποι οι δύο τους. Ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι λέξεις και εκείνοι τραμπαλίζονται στα συννεφάκια δεν έχει αποφασίσει αν αγαπήθηκαν ποτέ τους. Πέρασαν όμως μαζί την κατοχή και έθαψαν μια κόρη. Αυτό από μόνο του δημιούργησε ένα τέτοιο πλαίσιο που κάμποσοι πλέον στους καιρούς μας μεταφράζουν και ως αγάπη. Τότε ήταν μονόδρομος. Παντρευόσουν, έκανες οικογένεια και έπρεπε να τα φέρεις βόλτα. Αυτό ήταν, τελεία και παύλα. Ε, τώρα αν τύχαινε και ήσουν και ερωτευμένος τόσο το καλύτερο. Δεν ήταν όμως απαραίτητο. 

Η γιαγιά λοιπόν είχε μια απίθανη για την ηλικία της ποσότητα μαλλιών. Τόσο σε πυκνότητα όσο και σε μήκος. Και το φοβερό ήταν ότι μιλάμε για μαύρο σα κατράμι μαλλί. Κάποια πρωινά που αυτός είχε τύχει να ξυπνήσει στο σπίτι της, την παρατηρούσε να στριφογυρίζει σε μια μοναδική πλεξούδα τον μαύρο της τρίχινο καταρράκτη πριν αυτός εξαφανιστεί τελικά μέσα σε ένα ταπεινό φιλεδάκι αγορασμένο από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί κάτι τόσο όμορφο και ιδιαίτερο έπρεπε να καμουφλαριστεί τόσο άτσαλα. Ήταν σα να ντρέπονταν που ο χρόνος ήταν τόσο επιεικής με τα μαλλιά της. Σα να προσπαθούσε να κρυφτεί από δαύτον για να μη τη βρει και μετατρέψει το κεφάλι της σε ένα κατάλευκο μαλλιοκούβαρο. Μπορεί να μην αισθανόταν και άνετα με τις συνομήλικες της στα απογευματινά τους σουαρέ. Άντε τώρα να εξηγεί ότι δε πέρασε κανένα μαυροζούμι στις τούφες της ή δεν έφαγε κάποιο μαντζούνι. Και πάλι βέβαια μέσα από το πυκνοφτιαγμένο φιλεδάκι μπορούσες να ρίξεις μια ματιά στο χρώμα. Δεν είχες όμως ολόκληρη την εικόνα με τις ολόισιες μαύρες τούφες που κατρακυλούσαν έως τη ζώνη της ρόμπας της. Όπως και να είχαν τα πράγματα, από φόβο προς τις φίλες της,  από κρυφτούλι με τον χρόνο, από ατόφια μετριοφροσύνη η γιαγιά ξεγέλασε τελικά το χρόνο σε ότι αφορούσε την τριχοφυΐα της αλλά δε τα κατάφερε το ίδιο καλά με το χάρο τον ίδιο ο οποίος ένα απόγευμα Παρασκευής κατέβηκε ή για την ακρίβεια ανέβηκε έως το δωμάτιο που ήταν ξαπλωμένη και της ξερίζωσε την ανάσα.

Δεν ήταν εκεί να της κρατήσει το χέρι. Δε πρόλαβε να τη χαιρετήσει. Δε κατάφερε να ακούσει την τελευταία λέξη από εκείνη, ούτε να ακούσει την τελευταία της πνοή. Ήταν ήμερη; Ήταν κλάμα; Ήταν βογγητό; Πήρε μαζί της εκείνο τον τελευταίο ήχο καθότι πέθανε μόνη. Του στοίχισε, όπως μου είπε σε εκείνες μας τις βραδινές κουβέντες. Του στοίχισε ο θάνατος της γιαγιάς γιατί εκτός της αγάπης που της έτρεφε, την ένιωθε σα την καλοσύνη την ίδια. Μια μετριοφροσύνη αγκαλιασμένη με την ανυπαρξία υστεροβουλίας. Ήταν η παιδικότητα η ίδια αυτή η γιαγιά. Με αυτό της το τελευταίο ταξίδι η γιαγιά πήρε μαζί της όλα αυτά και ο φίλος μου έπρεπε να ψάξει να την συναντήσει ξανά. Πήρε μαζί της αυτόν τον ήχο και άφησε όλους τους υπόλοιπους για να τη θυμάται κανείς. Όπως τα χρατς και χρούτς από το ξεχειλωμένο της φιλέ στην προσπάθεια της να βολέψει τη κόμη της, όπως το κουδούνισμα από τα φοντάν μέσα στο ξύλινο μπολ των κερασμάτων που ακόμα και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, διατηρεί το σοκολατένιο άρωμα των λιχουδιών που έκρυβε.  Μου έλεγε ότι όποτε σήκωνε το καπάκι αυτού του άδειου πλέον δοχείου, ήταν σα να άκουγε και πάλι εκείνο το κουδούνισμα. Μετά, αρώματα σκόρπιζαν μέσα στις καλά φυλαγμένες του μνήμες έως ότου έκλεινε και πάλι το καπάκι. Το κουδούνισμα ήταν η εντονότερη μνήμη γιατί έφερνε μπροστά του και πάλι τη γιαγιά που αγάπησε, κραδαίνοντας μπροστά του τα κεράσματα και λέγοντας του έτσι ότι μπορούσε να φάει όσα ήθελε. Είχε πολλά και απόδειξη αυτού ήταν ο ήχος από το σοκολατοκουδούνισμα.

Τώρα θα με ρωτήσεις τι σχέση μπορεί να έχει ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου με όλα αυτά. Θα έλεγα αρχικά ότι αυτή είναι μια δίκαιη ερώτηση αλλά δε θα ήθελα αυτός ο ενικός που ξεκινήσαμε να είναι και η αφορμή για μια τέτοια ανυπομονησία. Όπως και να έχει πάντως οφείλω μια απάντηση. Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του σπιτιού των παππούδων του θα αναφέρω ότι από τα δυο δωμάτια στα οποία οδηγούσε ο διάδρομος το ένα λειτουργούσε ως υπνοδωμάτιο ενώ το άλλο ως καθημερινό. Εκεί βρίσκονταν ο παλιός καναπές, η ασπρόμαυρη τηλεόραση, η κλεισμένη στη μέση ροτόντα και δύο ξύλινες καρέκλες επενδυμένες με πράσινο βελουτέ ύφασμα. Σε αυτό το δωμάτιο βολεύονταν και αυτός, καθισμένος στη μια καρέκλα, κάνοντας πέρα δώθε τις πατούσες του, που ακόμα δεν έφταναν στο πάτωμα, μασουλώντας τα κεράσματα του. Αυτό το δωμάτιο είχε επίσης και δυο ζευγάρια μάλλινα πατάκια για τους καλεσμένους τα οποία ήταν παρκαρισμένα στην είσοδο του δωματίου, εκεί δηλαδή ακριβώς που ξεκινούσε το παρκέ. Άψογα συντηρημένο λουστραρισμένο ξύλινο πάτωμα το οποίο με την πρώτη επίσκεψη του παππού στην τουαλέτα μετατρεπόταν σε ένα έξοχο παγοδρόμιο. Με το που έκλεινε ο παππούς την πόρτα, αυτός με ένα πήδο βρισκόταν από την καρέκλα στα μάλλινα πατάκια. Αυτή ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή της επίσκεψης . Η γιαγιά τις περισσότερες φορές τον κοίταζε και είτε δεν έλεγε τίποτε ή ίσα που κατάφερνε να ψελλίσει ένα «πρόσεχε βρε». Δεν ήθελε να του κόψει τη φόρα και τη χαρά. Τον έβλεπε να τρέχει στο διάδρομο για να πάρει φόρα, να καβαλάει τα πατάκια και να τσουλάει ως την άλλη άκρη του δωματίου για να επιστρέψει και πάλι στην αφετηρία με την ίδια μέθοδο. Ένα ταχύτατο πέρα δώθε που εκτυλισσόταν παράλληλα με την εκτόνωση της συχνοουρίας του παππού. Έως τη στιγμή που ένας ήχος από καζανάκι θα παρέσερνε μαζί του στη δίνη της λεκάνης και το αναψοκοκκίνισμα του πατιναρίσματος. Πηδούσε πίσω στην καρέκλα σαν καλό και άγιο παιδί λοξοκοιτάζοντας στην πλευρά του διαδρόμου τον παππού να σηκώνει το φερμουάρ του παντελονιού του σιγοψιθυρίζοντας ναυτικές βρισιές.  Σιχτίριζε την τύχη του να πρέπει να βγάζει θάλασσες ούρων κάθε ώρα στερώντας του έτσι τις ειδήσεις και τις σειρές που χάζευε στην τηλεόραση. 

Μια μέρα που έκανε την επίσκεψη του μετά το σχόλασμα του σχολείου, ο παππούς έλειπε για ψώνια στη λαϊκή. Αυτή ήταν και η μέρα του τελευταίου του πατινάζ πάνω στο παρκέ. Με το που του είπε η γιαγιά ότι ήταν μόνη της αυτός έκανε σαν αφηνιασμένο άλογο. Ούτε τα κεράσματα δε πρόλαβε να φάει. Πήγε τρέχοντας μέσα στο καθιστικό και καβάλησε τα πατάκια. Απαντούσε σκόρπια ναι και όχι στις ερωτήσεις τις γιαγιάς και προσπαθούσε να σπάσει το φράγμα του ήχου. Και με το ποδήλατο είχε αυτό το χούι. Δεν υπήρχε κατηφόρα στη γειτονιά που να μη την είχε γλύψει με το ποδήλατο του. Με το παρκέ όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν πιο γλυκιά η ταχύτητα και αυτό ίσως συνέβαινε λόγω του παράνομου και μιας σιωπηρής συνομωσίας με τη γιαγιά του. Ήταν και η λάμψη του βερνικιού που την τόνιζε το φώς που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στη μια και μοναδική βεράντα του σπιτιού. Ήταν σχεδόν μαγικό. Εκείνη τη μέρα λοιπόν η ταχύτητα του πατινάζ ήταν μεγαλύτερη από την ικανότητα που είχε να φρενάρει. Συνήθως σταματούσε τοποθετώντας το σώμα του πλάγια ή βάζοντας τα χέρια του στην μπαλκονόπορτα ή στον τοίχο. Αυτή τη φορά όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο αποφάσισε να μην εφαρμόσει καμία από αυτές τις τεχνικές θεωρώντας ότι μπορούσε να φρενάρει έτσι όπως φρέναρε ένα κορίτσι στο σχολείο του που έκανε πατίνια, τοποθετώντας κάθετα τα πέλματα της και επιτρέποντας έτσι στο λάστιχο που είχαν τα πατίνια μπροστά να ακουμπήσει στο έδαφος. Η αλήθεια είναι ότι χρόνια μετά αυτό του φαινόταν πολύ χαζή ιδέα γιατί όπως και να το κάνουμε άλλο το πατίνι και άλλο το πατάκι από μαλλί. Το ατυχές ήταν ότι η φαεινή ιδέα του ήρθε στην κατεύθυνση προς την μπαλκονόπορτα η οποία για καλή του τύχη είχε φτιαχτεί με τον τρόπο που φτιάχνοντας στα τότε χρόνια οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα. Με μόνο κρύσταλλο. Πρώτα ακούμπησε το κούτελο του πάνω στο τζάμι, μετά πέρασε η μύτη του και στη συνέχεια ακολούθησαν χέρια, πόδια και σώμα. Ένα καταπληκτικός, συνεχόμενος ήχος από αλλεπάλληλες θραύσεις κρύσταλλου με τη συνοδεία της κραυγής της γιαγιάς του ήταν αυτό που του έμεινε από αυτή τη μέρα. Ένα σύντομο ιδιότροπο μουσικό απόσπασμα της ζωής του που τέλειωσε μόνο αφού αυτός έφτασε να κρέμεται από την κουπαστή του μπαλκονιού της γιαγιάς, ευτυχώς από τη μέσα του πλευρά. Το σημάδι κάτω από το δεξί του φρύδι του θύμιζε αυτή τη μέρα αλλά μετά από λίγο καιρό δε του έδινε σημασία. Δε θυμόταν καν ότι είχε ένα τέτοιο σημάδι. Η μελωδία όμως του τζαμιού που έσπαγε σε μεγάλα και μικρά κομμάτια ήταν αυτό που δε ξέχασε ποτέ στη ζωή του. Μια απειρία από πρίμες νότες που παράγονταν από διαφορετικών διαστάσεων σπασμένο κρύσταλλο, με πιο πρίμα αυτήν της γιαγιάς του.

Μετά από αυτό η γιαγιά του δε ξανάβαλε ποτέ πατάκια στο σπίτι και ήταν σαν όλη η χλομάδα που είχε το πρόσωπο της εκείνη τη μέρα να έπεφτε σιγά σιγά πάνω στο παρκέ, θαμπώνοντας το μέρα με τη μέρα. Από τότε ήταν που και η συχνοουρία του παππού του βελτιώθηκε γιατί η προνοητικότητα να μην αφήσει μόνο τον εγγονό του να αλωνίζει στο σπίτι ήταν ισχυρότερη από την πίεση της κύστης του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: