Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

ΜΙΑ ΓΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΦΕΝΕ

Έβλεπε τη γάτα να κοιτάζει ψηλά στο δέντρο. Έφερνε βόλτες τον κορμό και που και που έριχνε καμιά βιτσιά στο πουθενά με την ουρά της. Σα να' διώχνε τα κακά πνεύματα για να μη χαλάσει η δουλειά που σκάρωνε.

Αυτός είχε βγει έξω για την καθιερωμένη του βόλτα στο καφενείο του κυρ Κώστα. Τυπικός καφενές γειτονιάς με τα όλα του. Πρέφα, πολιτική κουβέντα που αγκομαχούσε να γίνει ανάλυση και τσίπουρο. Όλα τα παλληκάρια των 70 και βάλε ετών είχαν στήσει το οχυρό τους σε αυτόν τον καφενέ. Έξω παραμόνευαν χίλια δύο κακά. Αλτσχάιμερ, βαρεμάρα, κάμποσες ημέρες για την ανάληψη της σύνταξης από την τράπεζα και οι γυναίκες τους. Ο καφενές ήταν το κάστρο και αυτοί οι ιππότες. Αντί για σπαθιά κρατούσαν τραπουλόχαρτα και έτοιμοι πάντα ήταν να σκοτώσουν για την όμορφη τους πριγκίπισσα. Την ντάμα. Οι δράκοι παραμόνευαν στη μόνιμα ανοικτή τηλεόραση και είχαν τη μορφή των πολιτικών που ανέλυαν τις θέσεις τους για τις εκλογές που πλησίαζαν. Όταν ο δράκος έμοιαζε αρκούντος απειλητικός έτρωγε και από ένα κουκούτσι ελιάς στο δόξα πατρί συνοδεία της γκαρίδας του κυρ Κώστα. "Την τηλεόραση ρεεεε".

Όπως κάθε κάστρο που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και αυτό είχε τον γελωτοποιό του. Ο Δημήτρης ο χαμογελαστός. Του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι από ένα τικ που είχε, με τα μάγουλα του να τραβιούνται προς τα πάνω. Εκεί που σου μιλούσε, τσούπ, το τικ του ερχόταν και έμοιαζε σα να σου χαμογελούσε. Ασχέτως, με την κουβέντα που υπήρχε ο Δημήτρης πάντα χαμογελούσε. Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν οι υπόλοιποι γεροντολάνσελοτ. Σοβαρά, θλιβερά, αστεία, ή κοροϊδευτικά, όλα κατέληγαν στο χαμογελαστό τικ του Δημήτρη. Εκείνη τη μέρα είχε αποφασίσει να κάτσει στην αυλή του καφενέ και να μην εμπλακεί με τους υπόλοιπους. Καθόταν και ρουφούσε το καφεδάκι του προσέχοντας για το κατακάθι να μη του λερώσει τη γλώσσα. Αν και λόγω τσιγκουνιάς του κυρ Κώστα ο καφές ήταν τόσο λίγος μέσα στο φλιτζάνι που αν τον έπινες σε νεροπότηρο θα έβλεπες ως την άλλη άκρη του χωριού κοιτώντας μέσα από αυτό.

Η γάτα ξαφνικά τέντωσε την ουρά της σα μπαγκέτα μαέστρου και έμεινε σε μια στάση που θύμιζε βαλσάμωμα. Κοίταζε προς τα πάνω και ούτε τα μάτια της ανοιγόκλειναν. Με ένα σάλτο πήρε να σκαρφαλώνει στο κορμό του δέντρου και σιγά σιγά, όπως μόνο μια γάτα μπορεί, κέρδιζε ύψος. Αφού έφτασε στην πρώτη διχάλα του δέντρου, ακολούθησε το δεξί παρακλάδι και με κάμποσες επιδέξιες περπατησιές βρέθηκε μπροστά από μια φωλιά πουλιών. Η κακούργα, τόση ώρα παραμόνευε να φύγει η μάνα πριν βρεθεί μόνη με τα μικρά της. Βούτηξε το κεφάλι της μέσα στο σωρό από τα ξυλαράκια και μερικές φωνούλες από μέσα ακούστηκαν. Από αυτές τις γλυκές φωνούλες που κάποιες ώρες τις ημέρας γίνονται μελωδία. Από το στόμα της κρεμόταν ένα πουλάκι. Κουνούσε τα φτερά του την ώρα που η γάτα κατέβαινε τον κορμό. Ο Δημήτρης ο χαμογελαστός είχε μείνει με το φλιτζανάκι του καφέ κολλημένο στα χείλη του. Η γάτα άφησε το γεύμα της στο έδαφος και το πάτησε στο λαιμό με το ένα της πόδι πριν βυθίσει ξανά τα δόντια της σ'αυτό. Ή ψυχή έφυγε, αφήνοντας ένα λουκούλλειο γεύμα πίσω της. Πόση δύναμη έχει μια ψυχή απέναντι στο θάνατο; Τις περισσότερες φορές δεν φτάνει ούτε για να σταθεί και απέναντι στη ζωή.

Η γάτα πήγε λίγο πιο πέρα, σε μια σκιά και έπιασε να μασουλάει με όρεξη άλλη μια χαμένη ζωή. Το ένστικτο του κυνηγού της έλεγε ότι οι ελιές και το ψωμοτύρι που τις πετούσαν οι πελάτες ήταν πολύ λίγο για την αξιοπρέπεια της. Ο Δημήτρης σηκώθηκε από την καρέκλα του και άφησε δύο κέρματα πάνω στο τραπεζάκι να στριφογυρίζουν περιμένοντας για τη σωστή τους θέση. Πέρασε μέσα από το κάστρο και χαιρέτησε και τους άλλους ιππότες. Θα τα έλεγαν ξανά το βραδάκι. Μόνο που αυτή τη φορά θα ήταν χωρίς το τικ του. Λένε ότι κάποια πράγματα έρχονται εκεί που δε το περιμένεις. Αν δηλαδή περιμένεις κάτι. Στη περίπτωση του χαμογελαστού ιππότη κάτι έφυγε. Έφυγε ένα χαμόγελο, έστω και ψεύτικο, αφήνοντας έτσι δύο ατάραχα μάγουλα για να μπορεί να αντιμετωπίσει ξανά τον κόσμο στα σοβαρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: