Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Δι

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ΣΑΝ ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ


Faithless στη διαπασών. Του αρέσει να ξυπνάει με μουσική. Τεντώνεται μαχμουρλίδικα και ξέρει ότι με τη μουσική η μέρα έχει μια ευκαιρία πιο μπόλικη για να ξεκινήσει όπως πρέπει. Κατέβηκε από το κρεβάτι, τεντώθηκε λίγο ακόμα και προσανατολίστηκε προς την κουζίνα. Ένα γεμάτο μπολ θερμίδων τον περίμενε. Η μουσική συνέχισε να του κάνει παρέα με ήχους διακοπτόμενους. Είναι τα pause που έκανε η αγαπημένη του στο ράδιο-ξυπνητήρι της κρεβατοκάμαρας. Οι faithless σταματούσαν και ξεκινούσαν ξανά και ξανά. Καταραμένα ξυπνητήρια ευτυχώς υπάρχει η μουσική για να γίνεστε λιγότερο μισητά. Ο ήλιος πρέπει να είχε βγει αυτή την ώρα αλλά τα κλειστά πατζούρια δεν τον άφηναν να το δει. Στο κάτω κάτω δεν είναι δική του δουλειά να ανοίγει τα παράθυρα. Έπρεπε να ξυπνήσει η καλή του γι' αυτό. Δεν άφησε να του ξεφύγει ούτε μια μπουκιά από το μπολ. Μια συσσωρευμένη από τον βραδινό ύπνο πείνα που ξύπνησε αχόρταγα. Έκανε πίσω τη μακριά του χαίτη, έβαλε στην άκρη το μπολ και ξερογλείφτηκε. Το ράδιο σταματούσε και ξεκινούσε και η ώρα περνούσε επικίνδυνα. Έπρεπε να την ξυπνήσει επιτέλους. Πήγε πίσω στο υπνοδωμάτιο και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Αυτή ήταν ζεστή και γλυκιά όπως πάντα. Κοιμόταν ανάσκελα με το καρό παπλωματάκι σφραγισμένο στο λαιμό της. Εξαίσια γυναίκα. Πραγματικά μεγάλη τύχη να μένει μαζί της. Άρχισε να της φιλάει τα πόδια, να σέρνει την κοιλιά του στη δική της, να πιέζει με το κεφάλι του τη μέση της, να απλώνει τη γλώσσα του στους μηρούς της. Δεν ήθελε στην πραγματικότητα να την ξυπνήσει. Ήθελε μόνο να κάθεται σε μια γωνία και να την απολαμβάνει όση ώρα αυτή κοιμάται. Έπρεπε όμως να πάει στη δουλειά της και ήξερε πολύ καλά ότι αν αργούσε η καλή του να ξυπνήσει, αυτή γινόταν δύστροπη και οξύθυμη. Δεν ήθελε με τίποτα να τη βλέπει έτσι. Αυτός στο κάτω κάτω δεν αγχώθηκε ποτέ για τη δουλειά. Άνεργος από φύση του ήταν. Ξαφνικά ένα "Μμμμμ" ξεχύθηκε μέσα στο δωμάτιο και το παπλωματάκι άρχισε να αγκομαχά από τα τεντώματα της. Τα φιλιά του κατάφεραν ότι η μισή ιστορία της rock και electro-pop μουσικής δεν κατάφεραν αυτό το πρωινό. Η αλήθεια ήταν ότι ήταν πολύ επιδέξιος στα φιλιά. Είχε μάθει τα κουμπιά της. Ήξερε που έπρεπε και με πόση απαλότητα να τη φιλήσει για να κερδίσει ότι ήθελε από αυτή. Ήξερε πότε έπρεπε να την ενοχλεί και πότε απλά να σωπαίνει. Τόσα χρόνια μαζί. Αυτός τώρα σε φτασμένη ηλικία και αυτή σα κελαριστό νεράκι. "Λάκη πάλι θα αργήσω στη δουλειά μου και συ έχεις όρεξη για παιχνιδάκια;" είπε με ένα χαμόγελο βγαλμένο μέσα από τις πιο ηδονικές φωτογραφίες του λευκώματος των πολύ ερωτευμένων ανθρώπων. "Λάκη κάτσε ήσυχος πρέπει να ετοιμαστώ". Σηκώθηκε, πήγε στην ντουλάπα και ρούχα κατέβαιναν και ανέβαιναν σα ναύτες σε ξεφόρτωμα στο λιμάνι. Στα μάτια του όμως όλα κυλούσαν τόσο αργά, τόσο υπέροχα αργά σαν να διάταζε τη στιγμή αυτή να μη τελειώσει ποτέ. "Το απόγευμα θα γυρίσω γλυκέ μου, να είσαι καλό αγόρι και μη κάνεις τίποτε αταξίες όσο λείπω. Ξέρεις εσύ". Πήγε και χώθηκε κάτω από το πάπλωμα. Εκεί που την είχε όλο το βράδυ δική του τώρα έπρεπε να περιμένει ώσπου να την ξαναδεί. Σκωτσέζικο ντούζ. Ας ερχόταν τουλάχιστον σβέλτα αυτό το απόγευμα όπου θα την υποδεχτεί στην πόρτα με το λουράκι του στο στόμα. Πάντα τον έδενε στις απογευματινές τους βόλτες στο πάρκο. Δεν ήθελε να τον χάσει περισσότερο, παρά φοβόταν μη δαγκώσει κάποιον περαστικό. Αν ήξερε μόνο πόσο την αγαπάει και ότι ποτέ δε θέλησε να φύγει παραέξω από την αγκαλιά της. Είναι η ανθρώπινη φύση. Εύθραυστη και φοβισμένη.

ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΩΣΤΟΥΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙ ΣΟΥ


Τα πράγματα έχουν ως εξής. Η άνοιξη πάντα θα σου δείχνει τα δόντια της με ένα Μάρτη γεμάτο βροχές, και το Φθινόπωρο θα μπορείς να βουτάς σε θάλασσες ζεστές δίνοντας παράταση στα καλοκαίρια σου. Τίποτα δεν είναι δεδομένο και όλα χρειάζονται λίγη φροντίδα παραπάνω για να αποδώσουν τα αναμενόμενα. Είναι μερικές φορές παράλογο το πόσο πολύ μπορείς να θέλεις κάτι και όλα γύρω σου να τρέχουν σε άλλη εποχή. Ο έρωτας είναι πάντα ένα θέμα. Ο έρωτας για μια γυναίκα ή ο έρωτας για ένα όραμα, μια ιδέα. Ο έρωτας για ένα όνειρο που κατάφερες να του γραπώσεις το ποδαράκι ξυπνώντας το πρωί και αποφάσισες τελικά να ξανακοιμηθείς. Εκεί που είσαι προ του νήματος εκεί είναι που το νήμα την κάνει για το παραπέρα. Ποτέ δεν έρχεται και πάντα ξεμακραίνει. Σα να σου κόβουν κλήση έχοντας διανύσει τα πιο εκπληκτικά χιλιόμετρα της οδικής σου καριέρας. Στο τέλος κάτι διαβολικά άσχημο έρχεται να σου υπενθυμίσει ότι όλα θέλουν λίγη φροντίδα παραπάνω. Τίποτα δε δίνεται τυχαία. Τίποτα δε κερδίζεται από τύχη. Ούτε οι εποχές είναι δεδομένες, ούτε οι καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν. Η μπόρα έρχεται όταν κανείς δε κρατά ομπρέλα, η αντηλιά θα σε βρει όταν τα γυαλιά σου είναι ξεχασμένα στο σπίτι. Όταν είσαι σίγουρος για κάτι τότε είναι ο καιρός να αλλάξεις άποψη. Πολλές λέξεις για κάτι τόσο απλό. Απλά πάλεψε λίγο παραπάνω ακόμα και αν πιστεύεις ότι ανέβηκες στην κορυφή του βουνού. Μη συμβιβάζεσαι με τίποτα και για τίποτα. Ο συμβιβασμός είναι ήττα, είναι ο θάνατος ο ίδιος. Το καλοκαίρι κράτα ομπρέλα και το χειμώνα κοντομάνικο να φοράς. Όλο ανατροπή να είσαι μήπως κάποια μέρα έρθει και ο καιρός είναι ο σωστός. Αρκετά σωστός τουλάχιστον για να πας μια βόλτα προς τα μπρός με τα σωστά ρούχα και τους σωστούς ανθρώπους στο πλάι σου.

ΕΙΔΑ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΧΑΜΟΓΕΛΟ


Καταραμένα βράδια, όλα έρχεστε πολύ αργά και φεύγετε πολύ γρήγορα. Δεν έχετε τη σωστή στιγμή ούτε τη σωστή διάρκεια. Το ξημέρωμα σας διώχνει έως ότου ξαναφυτρώσετε. Έρχεστε και φεύγετε πάντα τη λάθος στιγμή. Καταραμένα βράδια. Σήμερα είδα μια γυναίκα που κάποτε πρέπει να ήταν όμορφη. Ήταν μέρα και αυτή δούλευε στο δημαρχείο. Είχε κάτι το απροσδιόριστο, ντυμένη με φροντίδα και με ένα καλά κρυμμένο πόνο. Πώς μπορούν οι άνθρωποι που δεν γελάνε να ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο για την εμφάνιση τους. Δεν είναι λίγο αντιφατικό; Μόνο τα βράδια είμαι ικανός να αξιολογώ τα καμώματα της ημέρας. Βοηθάει και ο Tricky που ακούω τώρα. Αυτή η κυρία σηκώθηκε το πρωί δύο ώρες τουλάχιστον πριν αναχωρήσει για το γραφείο της. Πέρασε όλες τις τέμπερες από πάνω της και πρόβαρε πέντε με έξι σετάκια πριν καταλήξει σε αυτό που εγώ είδα. Σήμερα. Πολύς κόπος για κάποιον που έχει χάσει το χαμόγελο του. Πρέπει να ήταν όμορφη κάποτε. Τουλάχιστον πριν όλο αυτό το άγχος αρχίζει να ακουμπάει πρόωρες ρυτίδες στο πρόσωπο της. Φροντίζει το σώμα της αρκετά για να μαζεύει πολλά ζευγάρια ματιών στα βασικά της σημεία. Το χαμόγελο όμως την έχει αφήσει για τα καλά. Και εκεί είναι που έχασε όχι μόνο το παιχνίδι της γοητείας αλλά και το παιχνίδι της ίδιας της της ζωής. Τις περισσότερες φορές αυτό που πραγματικά μετράει είναι να μπορείς να γελάς. Να βγαίνει από μέσα σου εννοώ, όχι απλά να δείχνεις την οδοντοστοιχία σου σαν επίσκεψη στον οδοντίατρο. Έχει περάσει πολλά, έχει σκεφτεί πολλά ενώ δεν θα έπρεπε. Ποιός ξέρει; Ο καθένας κουβαλάει τα δικά του. Ο μόνος τρόπος ανταλλαγής βασάνων είναι απλά να χαμογελάμε. Χαζά χαμόγελα, τρελά χαμόγελα, ηδονικά χαμόγελα, απλά συμπαθητικά και ευγενικά χαμόγελα. Να μπορούμε να γελάμε με όλα τα κακά της μοίρας μας καλά κρυμμένα μέσα μας και να κάνουμε συνέταιρο αυτόν στον οποίον κατευθύνουμε το χαμόγελο μας.
Είναι κάτι σαν τρέλα που παίζω την ταινία της ημέρας μου μόνο κάτι βράδια σαν και αυτό. Κάτι καταραμένα βράδια. Η κυρία τώρα θα ετοιμάζεται για μπάνιο. Θα θέλει αύριο να είναι ομορφότερη. Τις περισσότερες φορές ένα χαμόγελο αρκεί, απλά κάποιος πρέπει να της το πει.

ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΤΕΤΑΡΤΕΣ


Η Τετάρτη είναι η πιο ριγμένη μέρα της εβδομάδας. Σαν το συνεπιβάτη στα πίσω καθίσματα ενός αυτοκινήτου που κάθεται στη μέση. Στριμωχτά, χωρίς παράθυρο να ρεμβάζει. Χωρίς από κάπου να μπορεί να κρατηθεί. Οδηγός το Σάββατο, σε εγρήγορση, συνοδηγός η Κυριακή σε χαλαρότητα. Όλες οι άλλες ημέρες τις εβδομάδας πάνε στο πίσω κάθισμα. Η Τετάρτη παρεξηγημένη αλλά τόσο πολύτιμη στη μέση. Δεν έχει παράπονο. Προσπαθεί και τα φέρνει βόλτα με αυτά που της δίνονται. Μια άβολη θέση, πάντοτε, τώρα και για πάντα. Προσπαθεί να σκαρφιστεί τρόπους για να αλλάξει το πεπρωμένο της. Υπάρχουν ευτυχώς εβδομάδες που τα καταφέρνει. Και τι και αν δεν έχει θέση με παράθυρο; Έχει χίλια δυο κουσούρια αλλά και πολύ φαντασία. Όπως σήμερα που έπεσε η βροχή. Τυχαίο; Δε νομίζω. Προσπαθεί να μας κάνει να τη προσέξουμε. Μας έκανε λούτσα και τώρα τη θυμόμαστε. Εκτός από εκείνους που τελικά δεν βράχηκαν και μόνο τα Σαββατοκύριακα έχουν στο μυαλό τους. Πάρτε εσείς τα Σαββατοκύριακα σας και εγώ κρατάω μόνο μια έρμη Τετάρτη που με γέμισε ως το μεδούλι με νερό. Μια Τετάρτη που έχει πολλή φαντασία και κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μας το θυμίζει.

ΝΑΥΑΓΟΣ...


Μία μαϊμού στη μέση ενός πελάγους να ταξιδεύει με ένα κλαρί μπανάνες.
Μια ιστορία που μου είπε ένας φίλος από το πανέρι των ναυτικών του εμπειριών. Το καράβι για φόρτωμα στην Αφρική και οι ναύτες στη στεριά για αγορές όλων των ειδών. Μια από αυτές ήταν ένα κλαρί μπανάνες από τον πάγκο ενός δαιμόνιου επιχειρηματία ο οποίος μαζί με τις μπανάνες έδινε δώρο και μια μαϊμού. Γιατί όχι άλλωστε, τζάμπα ήταν. Βούτηξε μια ντουζίνα μαϊμούδες και τις έδινε ως προσφορά μαζί με τους κίτρινους καρπούς. Μια παρέα ναυτών τσίμπησε και βρέθηκε με κάμποσα κιλά μπανάνες και μια μαϊμού παραμάσχαλα να επιστρέφει στο πλοίο. Το πλοίο ξεκίνησε, οι μπανάνες λιγόστευαν, η μαϊμού δεν είχε κέφι να κάνει ρούπι. Οι μέρες περνούσαν και η μαϊμού ούτε όρεξη για φαγητό είχε. Βρέθηκε για μια διαπραγμάτευση από τον παράδεισο στην κόλαση. Αγοραστές και πωλητές στο ίδιο καζάνι. Όλοι ήθελαν να παίξουν με τη μαϊμού και η μαϊμού με κανέναν.
Βρέθηκε μια παλέτα, φορτώθηκε με τη μαϊμού και κάτι περισσευούμενες μπανάνες καλά δεμένα μεταξύ τους και η σχεδία σωτηρίας ρίχτηκε στο πέλαγος. Έτσι θα είχε την ευκαιρία της. Ζωή ή Θάνατος. Σουρεαλιστική εικόνα για τα διερχόμενα πλοία ή αυτούς που θα τύχαινε να περάσουν από τα παράλια που θα προσάραζε. Κανείς δεν έμαθε τίποτε ποτέ. Όλοι ευτυχείς ήταν. Ο έμπορος. Οι αγοραστές για την καλή τους ύστατη πράξη ως ένδειξη μετανόησης. Ακόμα και η μαϊμού ήταν ευτυχής γιατί ταξίδευε τελικά με την ελπίδα να γλυτώσει.

ΒΟΛΤΑ


Ο ήλιος ξεμύτισε, το Σαββατοκύριακο ξεπροβάλλει κι αυτό δειλά δειλά. Σήμερα άκουσα ανθρώπους που ζητούσαν πολλά και εγώ δεν ήθελα να δω και δεν έμαθα για ανθρώπους που μου είναι πολύτιμοι και άφαντοι. Τι σοι ισορροπία είναι αυτή; Η ισορροπία του σχοινοβάτη. Ακριβής αλλά πάντα σε ευθεία γραμμή. Κοιτώντας περισσότερο κάτω παρά πέρα. Πάς εκεί που έχει σχοινί και όχι εκεί που θέλεις. Ουφ. Τώρα λέω να κατεβάσω τα ρολά του γραφείου και να βγω έξω για ποδηλατοβόλτα. Να πάω εκεί που θέλω, με την ταχύτητα που θέλω. Θα κάνω στάση για αγορά εφημερίδας και καφεδάκι. Ότι καλύτερο. Να μάθω για οτιδήποτε φρικτό συμβαίνει σ' αυτό το κόσμο πίνοντας το εσπρεσσάκι μου, κοιτώντας το ποδήλατο να με περιμένει, νοιώθοντας τριγύρω τα σουλάτσα του κόσμου του Σαββατοκύριακου. Ενός κόσμου διαφορετικού από ότι τις υπόλοιπες ημέρες. Να τραγανίσω και το μπισκοτάκι δώρο του καταστήματος γλυκαίνοντας κάθε είδηση που καταπίνω ταυτοχρόνως. Μετά να αφήσω στην άκρη την εφημερίδα και να δώσω βάση στο πηγαινέλα των διερχόμενων. Να παρατηρώ και να αναλύω. Ένας κουτσομπόλης που δεν λέει τίποτα παραέξω. Να παρατηρώ δεμένες οικογένειες, νεοσύστατα ζευγάρια, μοναχικούς τύπους του στυλ "βγήκα έξω για τσιγάρα", γυναικοπαρέες, ζευγάρια προ διαζυγίου, πιτσιρίκους που πρέπει να κοιμούνται με τα ποδήλατα τους για να κάνουν αυτά τα κόλπα που βλέπω, περιπτεράδες να ντανιάζουν εφημερίδες που όπως έφυγαν από το περίπτερο τους έτσι και πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Αδιάβαστες. Να δω τις κοπελίτσες να γυροφέρνουν τους δίσκους, κάνοντας διάλειμμα από τους στόχους της ζωής τους για ένα μεροκάματο. Πακιστανοί να με επισκεφτούν με την πραμάτεια τους παραμάσχαλα. "Όχι ευχαριστώ, δεν θέλω", "πήρα μπαλόνι προχθές", "δεν ξέρω να ράβω, τι τη θέλω τη μαγική βελόνα;", "έχεις το τελευταίο cd της Sugahspunk;". Φεύγουν, ξανάρχονται. Σαν μια αλυσίδα παραγωγής. Είναι σαν να χωρίζουν σε ενότητες όλη αυτή την παρακολούθηση και ψυχανάλυση που κάνω στους διερχόμενους. Κάνουν και αυτοί ένα διάλειμμα από τους στόχους τους για ένα μεροκάματο. Ο καφές τελείωσε, η σέλα κρύωσε, ο καιρός χαλαει ξανά, η εφημερίδα στα σκουπίδια (ανακύκλωση παρακαλώ), τα κέρματα κοιμούνται στο τραπεζάκι και το χαρτάκι του λογαριασμού κάνει από ώρα τα σουλάτσα του στον πεζόδρομο. Ανεβαίνω και αρχίζω πετάλι. Οι πολύτιμοι μου άνθρωποι είναι μέσα στο κεφάλι μου. Σε αντίθεση με όλους αυτούς που σήμερα είτε παρακολούθησα είτε έτυχε να μιλήσουμε χωρίς να το έχω σκοπό. Οι ρόδες ρολάρουν και προσέχω την ισορροπία μου. Ένα σχοινί τεντωμένο που πρέπει να φτάσω στην άκρη. Δεν κοιτάω κάτω, μόνο μπροστά. Τελικά το κάνουν και οι σχοινοβάτες αυτό το κόλπο. Και κάπως έτσι καταφέρνουν να μη πέσουν από το μονοκόμματο μονοπάτι του σόου τους. Κάπως έτσι και εγώ τα καταφέρνω να μη πέσω από το ποδήλατο μου.
Καλό μας απόγευμα.

ΖΩΗ ΣΑΝ ΚΟΥΝΙΑ


Η ζωή είναι μια κούνια, ξύλο μασίφ δεμένο σε σχοινιά στο κλαδί ενός πεύκου. Ανεβαίνω και μαθαίνω να παίρνω φόρα. Κουνάω πόδια, κάνω μπρός και πίσω τον κορμό μου. Κάνω πίσω για να πάρω φόρα, κοιτάζω το παρελθόν, ανασύρω μνήμες, φωτογραφίες, ατάκες, ρουφάω αναμνήσεις και ορμάω μπροστά με τεντωμένα τα πόδια. Κρατάω γερά τα σχοινιά, ο ορίζοντας μπροστά μου πλησιάζει και στριμώχνομαι ανάμεσα στον άνεμο. Είμαι στο μέλλον, είμαι μπροστά, εκεί που μόνο πίσω έχει. Συγκρίνω τις εικόνες, εξερευνώ, ανακαλύπτω, μαθαίνω. Φτάνω ως εκεί που η κούνια με αφήνει. Γοητεύομαι, απογοητεύομαι. Θέλω την επιστροφή. Θέλω να γυρίσω πίσω, να πάρω δύναμη και πάλι. Πάω πίσω παίρνοντας φόρα για το μπροστά. Ένα κούνια μπέλα μιας ζωής πάνω σε ένα κλαδί πεύκου. Έτσι είναι η ζωή μια κούνια μπέλα, όμορφη κοπέλα. Ένα κλαδί να τρίζει και ένας ορίζοντας να πλησιάζει και να λακίζει.